You have a complaint against an EU institution or body?

Available languages: 
  • Ελληνικά

Σχέδιο σύστασης προς τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Αξιολόγησης Φαρμακευτικών Προϊόντων σχετικά με την καταγγελία 1678/2005/(GK)ID

(Σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 6 του Καταστατικού του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή(1))

Η ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ

Στην καταγγελία του προς τον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή, ο καταγγέλλων, ο οποίος είχε αποκλεισθεί από ορισμένες διαδικασίες πρόσληψης που οργάνωσε ο EMEA, ισχυρίσθηκε, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα.

Τον Σεπτέμβριο του 2004, ο καταγγέλλων υπέβαλε αίτηση για θέση έκτακτου υπαλλήλου στο πλαίσιο των διαδικασιών πρόληψης EMEA/A/190 και EMEA/A/191. Τα απαραίτητα προσόντα ήταν πτυχίο στον τομέα της ιατρικής, της φαρμακευτικής ή άλλης συναφούς βιολογικής επιστήμης· τουλάχιστον τριετής επαγγελματική πείρα· καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας· καλή γνώση μίας ή περισσότερων άλλων επίσημων γλωσσών της Κοινότητας· και εργασιακή πείρα σε πολυπολιτισμικό και πολύγλωσσο περιβάλλον. Ο καταγγέλλων διαθέτει πτυχίο κτηνιατρικής και πτυχίο ιατρικής, καθώς και επαγγελματική πείρα 15 μηνών ως ιατρός και 18 μηνών ως κτηνίατρος. Στον ιστότοπο του EMEA, αναφερόταν ρητά ότι, όσον αφορά την πολιτική προσλήψεων του οργανισμού, κάθε συναφής περίοδος σπουδών, μετά το πρώτο πτυχίο, θεωρείται επαγγελματική πείρα, εφόσον συνοδεύεται από πτυχίο. Στην προκήρυξη δεν προσδιοριζόταν με ποιον τρόπο μπορούσε να αποδειχθεί η εργασιακή πείρα σε πολυπολιτισμικό και πολύγλωσσο περιβάλλον, αλλά στο έντυπο της αίτησης υπήρχε ένα πεδίο προς συμπλήρωση που αφορούσε την επαγγελματική πείρα που αποκτήθηκε στο εξωτερικό.

Στις 15 Οκτωβρίου 2004, ο EMEA ενημέρωσε τον καταγγέλλοντα ότι η επιτροπή επιλογής τον είχε αποκλείσει από τη διαδικασία πρόσληψης EMEA/A/190, επειδή η αίτησή του δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις επιλεξιμότητας. Κατά τη διάρκεια τηλεφωνικής συνομιλίας με υπάλληλο του EMEA, ο καταγγέλλων ενημερώθηκε ότι δεν διέθετε τριετή επαγγελματική πείρα καθώς και εργασιακή πείρα σε πολυπολιτισμικό και πολύγλωσσο περιβάλλον. Στη συνέχεια, ο καταγγέλλων άσκησε προσφυγή στην επιτροπή επιλογής, η οποία απάντησε στις 15 Νοεμβρίου 2004, αναφέροντας ότι είχε αποκλεισθεί λόγω έλλειψης εργασιακής πείρας σε πολυπολιτισμικό και πολύγλωσσο περιβάλλον. Η επιτροπή δεν αναφέρθηκε στην επαγγελματική πείρα του.

Με επιστολή της 23ης Δεκεμβρίου 2004, η επιτροπή επιλογής τον ενημέρωσε επίσης ότι, κατόπιν σύγκρισης όλων των ληφθεισών αιτήσεων, αποκλείσθηκε από τη διαδικασία πρόσληψης EMEA/A/191, της οποίας οι προϋποθέσεις ήταν ίδιες με εκείνες της διαδικασίας πρόσληψης EMEA/A/190.

Τον Νοέμβριο του 2004, ο EMEA προκήρυξε άλλες τρεις διαδικασίες πρόσληψης για έκτακτους υπαλλήλους βαθμού A*5 (υπάλληλοι διοίκησης επιστημονικού κλάδου, προκηρύξεις EMEA/A/194, EMEA/A/195 και EMEA/A/196). Τα απαιτούμενα προσόντα ήταν συναφής πανεπιστημιακός τίτλος αποκτηθείς μετά την 1η Απριλίου 2001, και καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας και μίας ή περισσότερων άλλων επίσημων γλωσσών της Κοινότητας. Με επιστολή της 17ης Ιανουαρίου 2005, ο EMEA ενημέρωσε τον καταγγέλλοντα ότι, κατόπιν σύγκρισης των αιτήσεων, αποκλείσθηκε από τη διαδικασία πρόσληψης EMEA/A/195.

Στο σημείο αυτό, ο καταγγέλλων τηλεφώνησε στον EMEA ζητώντας να μάθει πώς ήταν δυνατόν να μην θεωρηθεί συναφής για τη θέση η επαγγελματική πείρα του ως ιατρού και ως κτηνιάτρου. Με επιστολή της 8ης Φεβρουαρίου 2005, συνταχθείσα στην ελληνική γλώσσα, άσκησε επίσης προσφυγή κατά της εν λόγω απόφασης και ζήτησε διευκρινίσεις και πληροφορίες. Με επιστολή της 2ας Μαρτίου 2005, συνταχθείσα στην αγγλική γλώσσα, ο EMEA τον ενημέρωσε ότι η προσφυγή του είχε απορριφθεί. Ωστόσο, η επιστολή του EMEA δεν απάντησε στις ερωτήσεις του.

Όσον αφορά τις διαδικασίες πρόσληψης EMEA/A/194 και EMEA/A/196, ο EMEA τον ενημέρωσε στις 11 Φεβρουαρίου και στις 15 Φεβρουαρίου 2005 ότι η αίτησή του δεν πληρούσε, κατά την τελική ημερομηνία υποβολής των αιτήσεων, όλες τις προϋποθέσεις που αναφέρονταν στην προκήρυξη της κενής θέσης. Ο καταγγέλλων προσέφυγε κατά των εν λόγω αποφάσεων στις 15 Φεβρουαρίου 2005 και στις 21 Φεβρουαρίου 2005, αλλά δεν έλαβε βεβαίωση παραλαβής των προσφυγών του ούτε απάντηση, παρότι στις προκηρύξεις των κενών θέσεων αναφερόταν ρητά ότι ο EMEA θα απαντούσε στις προσφυγές εντός 45 ημερών.

Ο καταγγέλλων είχε πληροφορηθεί επίσης ότι, για τις διαδικασίες πρόσληψης EMEA/A/194 και EMEA/A/196, μια υποψήφια είχε γίνει δεκτή για συνέντευξη, παρότι διέθετε ακριβώς το ίδιο πτυχίο ιατρικής με εκείνον.

Ο Διαμεσολαβητής κίνησε έρευνα σχετικά με τους ακόλουθους ισχυρισμούς του καταγγέλλοντος:

  1. η μεταχείριση του EMEA υπήρξε άδικη και διακριτική όσον αφορά την απόρριψη των αιτήσεών του στις διαδικασίες πρόσληψης EMEA/A/190, EMEA/A/191, EMEA/A/194, EMEA/A/195 και EMEA/A/196·
  2. ο EMEA δεν απάντησε στις προσφυγές του της 15ης και της 21ης Φεβρουαρίου 2005 σχετικά με τον αποκλεισμό του από τις διαδικασίες πρόσληψης EMEA/A/194 και EMEA/A/196· και
  3. ο EMEA δεν του παρέσχε διευκρινίσεις σχετικά με την απόρριψη των αιτήσεών του, όπως είχε ζητήσει με επιστολές του προς τον EMEA.

Ο καταγγέλλων ισχυρίσθηκε επίσης ότι, εάν ο Διαμεσολαβητής διαπιστώσει περιπτώσεις κακοδιοίκησης, θα πρέπει να ληφθούν πειθαρχικά μέτρα κατά των υπευθύνων. Ως προς αυτό, ο Διαμεσολαβητής ενημέρωσε τον καταγγέλλοντα ότι (i) το άρθρο 4 παράγραφος 2 του καθεστώτος του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή ορίζει ότι ο Διαμεσολαβητής μπορεί να ενημερώσει το ενδιαφερόμενο κοινοτικό θεσμικό όργανο ή οργανισμό σχετικά με γεγονότα που, από πειθαρχική άποψη, βαρύνουν τη συμπεριφορά υπαλλήλου τους και ότι (ii) εάν η έρευνα του Διαμεσολαβητή σχετικά με την καταγγελία τον οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι ενδείκνυται η εφαρμογή της εν λόγω διάταξης, ο Διαμεσολαβητής θα ενημερώσει τον EMEA ανάλογα.

Η ΕΡΕΥΝΑ

Η γνώμη του EMEA

Στη γνώμη του, ο EMEA διατύπωσε, συνοπτικά, τα ακόλουθα σχόλια:

Όσον αφορά τη διαδικασία πρόσληψης EMEA/A/190, ο ΕΜΕΑ ενημέρωσε τον καταγγέλλοντα στις 15 Οκτωβρίου 2005 ότι η αίτησή του δεν μπορούσε να γίνει δεκτή για περαιτέρω εξέταση και ότι, ως εκ τούτου, δεν προσκαλούνταν σε συνέντευξη. Ο λόγος του αποκλεισμού του ήταν ότι δεν διέθετε αποδεδειγμένη εργασιακή πείρα σε πολυπολιτισμικό και πολύγλωσσο περιβάλλον, απαραίτητη προϋπόθεση σύμφωνα με την προκήρυξη της κενής θέσης. Στις 15 Νοεμβρίου 2004, ο ΕΜΕΑ απάντησε στην προσφυγή του καταγγέλλοντος της 30ής Οκτωβρίου 2004, παραπέμποντας στην απουσία στοιχείων σχετικά με οποιοδήποτε πολυπολιτισμικό και πολύγλωσσο υπόβαθρο στην αίτησή του και επισημαίνοντας ότι η επαγγελματική πείρα του είχε αποκτηθεί αποκλειστικά στην Ελλάδα.

Όσον αφορά τη διαδικασία πρόσληψης EMEA/A/191, ο ΕΜΕΑ απέστειλε επιστολή στον καταγγέλλοντα στις 23 Δεκεμβρίου 2004 ενημερώνοντάς τον ότι η αίτησή του δεν μπορούσε να γίνει δεκτή για περαιτέρω εξέταση και ότι, ως εκ τούτου, δεν προσκαλούνταν σε συνέντευξη. Η απόφαση της επιτροπής επιλογής βασίσθηκε στο γεγονός ότι ο καταγγέλλων δεν διέθετε συναφή επαγγελματική πείρα για τη θέση και δεν διέθετε εργασιακή πείρα σε πολυπολιτισμικό και πολύγλωσσο περιβάλλον. Επισήμαινε περαιτέρω ότι η προκήρυξη της κενής θέσης όριζε ότι αμφότερα τα κριτήρια ήταν καθοριστικής σημασίας. Ο καταγγέλλων δεν άσκησε προσφυγή σε σχέση με τη συγκεκριμένη διαδικασία πρόσληψης.

Όσον αφορά τη διαδικασία πρόσληψης EMEA/A/194, οι αιτούντες έπρεπε να διαθέτουν πανεπιστημιακό τίτλο συναφή προς τους τομείς της ιατρικής, της φαρμακευτικής ή της φυσικής/χημείας, ο οποίος έπρεπε να είχε αποκτηθεί μετά την 1η Απριλίου 2001. Ο πανεπιστημιακός τίτλος έπρεπε να παρέχει πρόσβαση στον βαθμό της προκηρυχθείσας θέσης, δηλαδή A*5. Ο καταγγέλλων απέκτησε πτυχίο κτηνιατρικής το 1997 και, καθώς αυτό ήταν το πρώτο του πτυχίο και αποκτήθηκε πριν από την 1η Απριλίου 2001, αποκλείσθηκε από τη διαδικασία πρόσληψης. Δεν ελήφθη προσφυγή από τον καταγγέλλοντα σε σχέση με τη συγκεκριμένη διαδικασία.

Όσον αφορά τη διαδικασία πρόσληψης EMEA/A/195, ο καταγγέλλων ενημερώθηκε στις 17 Ιανουαρίου 2005 ότι η αίτησή του δεν μπορούσε να γίνει δεκτή για περαιτέρω εξέταση και ότι, ως εκ τούτου, δεν προσκαλούνταν σε συνέντευξη. Η απόφαση της επιτροπής επιλογής βασίσθηκε στο γεγονός ότι ο καταγγέλλων δεν διέθετε συναφή εργασιακή πείρα για τη θέση. Ο καταγγέλλων άσκησε προσφυγή κατά της εν λόγω απόφασης στις 8 Φεβρουαρίου 2005, στην οποία ο EMEA απάντησε στις 2 Μαρτίου 2005. Ο EMEA ενημέρωσε τον καταγγέλλοντα ότι η επιτροπή επιλογής είχε εξετάσει την αίτησή του στις 21 Φεβρουαρίου 2005 και ότι είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν διέθετε επαρκή συναφή πείρα για τη θέση. Επίσης, τον ενημέρωσε ότι, για λόγους σχετικούς με την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, δεν μπορούσε να του παράσχει δεδομένα σχετικά με προσωπικές πληροφορίες που αφορούσαν άλλους υποψηφίους.

Όσον αφορά τη διαδικασία πρόσληψης EMEA/A/196, οι αιτούντες στη συγκεκριμένη διαδικασία έπρεπε να διαθέτουν πανεπιστημιακό τίτλο συναφή προς τους τομείς της ιατρικής, της φαρμακευτικής ή άλλης συναφούς βιολογικής επιστήμης, ο οποίος έπρεπε να έχει αποκτηθεί μετά την 1η Απριλίου 2001. Ο πανεπιστημιακός τίτλος έπρεπε να παρέχει πρόσβαση στον βαθμό της προκηρυχθείσας θέσης, δηλαδή A*5. Ο καταγγέλλων απέκτησε πτυχίο κτηνιατρικής το 1997 και, καθώς αυτό ήταν το πρώτο του πτυχίο, πτυχίο συναφούς βιολογικής επιστήμης, και αποκτήθηκε πριν από την 1η Απριλίου 2001, αποκλείσθηκε από τη διαδικασία πρόσληψης. Επισημαινόταν σχετικά ότι ο βαθμός A*5 προοριζόταν για υπαλλήλους χωρίς επαγγελματική πείρα.

Ο EMEA δεν έλαβε ποτέ οποιαδήποτε επιστολή προσφυγής κατά της συγκεκριμένης απόφασης από τον καταγγέλλοντα. Η ταχυδρομική υπηρεσία του EMEA δεν μπόρεσε να εντοπίσει την παραλαβή των επιστολών του αναφέροντος με ημερομηνία 15 και 21 Φεβρουαρίου 2005. Ακόμη και αν οι επιστολές εστάλησαν με συστημένο ταχυδρομείο, ο EMEA δεν διαθέτει κανένα στοιχείο σχετικά με την άφιξή τους. Αυτό, φυσικά, είναι ένα πολύ ατυχές συμβάν.

Ο EMEA κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η επιτροπή επιλογής για κάθε διαδικασία πρόσληψης είχε, σε κάθε περίπτωση, αξιολογήσει τις αιτήσεις του καταγγέλλοντος σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που αναφέρονταν στην προκήρυξη της κενής θέσης. Δεν υπήρξε άδικη ή διακριτική μεταχείριση εκ μέρους του EMEA απέναντι στις αιτήσεις του καταγγέλλοντος και ο EMEA παρέσχε στον καταγγέλλοντα διευκρινίσεις σχετικά με την απόρριψη των αιτήσεών του.

Οι παρατηρήσεις του καταγγέλλοντος

Στις παρατηρήσεις του, ο καταγγέλλων, διατύπωσε, συνοπτικά, τα ακόλουθα σχόλια:

Ως προς την αναφορά του EMEA σε «ένα πολύ ατυχές συμβάν» σε σχέση με την επιστολή της προσφυγής του στη διαδικασία πρόσληψης EMEA/A/196, ο EMEA παρέλειψε να αναφέρει ότι δεν χάθηκε μόνον μία επιστολή, αλλά δύο, εκ των οποίων η μια αφορούσε τη διαδικασία EMEA/A/196 και η άλλη τη διαδικασία EMEA/A/194. Επιπλέον, αμφότερες οι επιστολές είχαν αποσταλεί με συστημένο ταχυδρομείο σε διάστημα μίας εβδομάδας μεταξύ τους, δηλαδή στις 15 και στις 21 Φεβρουαρίου 2005. Ο καταγγέλλων μίλησε με την ελληνική ταχυδρομική υπηρεσία, η οποία τον διαβεβαίωσε ότι αμφότερες οι επιστολές είχαν αποσταλεί από το αεροδρόμιο της Ελλάδας με προορισμό το Ηνωμένο Βασίλειο. Περισσότερες από δέκα προηγούμενες επιστολές προς τον ΕΜΕΑ, συστημένες και μη, είχαν φτάσει στον προορισμό τους.

Μετά την υποβολή της καταγγελίας του στον Διαμεσολαβητή, ο καταγγέλλων παρατήρησε ότι τα στοιχεία επικοινωνίας του που χρησιμοποιήθηκαν σε επακόλουθες επιστολές που έλαβε από τον EMEA σχετικά με άλλες διαδικασίες πρόσληψης ήταν εσφαλμένα. Πριν από την καταγγελία του, δεν είχε συμβεί ποτέ τέτοιο σφάλμα. Αυτό έδινε την εντύπωση ότι καταβάλλονταν προσπάθειες να δικαιολογηθεί, εκ των υστέρων, η «απώλεια» των επιστολών του της 15ης και της 21ης Φεβρουαρίου 2005 ως οφειλόμενη σε σφάλμα του ταχυδρομείου.

Ο καταγγέλλων επισύναψε στις παρατηρήσεις του τις αποδείξεις του ελληνικού ταχυδρομείου για τις συστημένες επιστολές του της 15ης και της 21ης Φεβρουαρίου 2005, καθώς και αντίγραφα των τεσσάρων τελευταίων επιστολών του EMEA προς τον ίδιο, στις οποίες τα στοιχεία επικοινωνίας του ήταν εσφαλμένα. Πρότεινε στον Διαμεσολαβητή να τον ενημερώσει σχετικά με την έκβαση της έγγραφης αίτησής του προς το ταχυδρομείο, με την οποία ζήτησε να πληροφορηθεί τι απόγιναν οι εν λόγω επιστολές του.

Όσον αφορά τις διαδικασίες EMEA/A/190 και EMEA/A/191, ο καταγγέλλων ανέφερε ότι αμφισβητούσε το κριτήριο/προσόν της εργασιακής πείρας σε πολυπολιτισμικό και πολύγλωσσο περιβάλλον και ότι δεν προσδιοριζόταν με ποιον τρόπο μπορούσε να αποδειχθεί η εν λόγω πείρα και σε τι συνίστατο. Επιπλέον, η προϋπόθεση αυτή δεν περιλαμβανόταν σε επακόλουθες διαδικασίες πρόσληψης του EMEA. Ενόψει της πολιτικής προσλήψεων του EMEA, σύμφωνα με την οποία κάθε περίοδος σπουδών μετά το πτυχίο, θεωρείται επαγγελματική πείρα, τα τεσσεράμισι χρόνια των ιατρικών σπουδών του έπρεπε να αναγνωρισθούν ως επαγγελματική πείρα. Η εν λόγω πολιτική προσλήψεων ίσχυε έως την αναθεώρησή της στις 5 Ιανουαρίου 2005.

Ο καταγγέλλων ισχυρίσθηκε επίσης ότι σε κανένα σημείο των προκηρύξεων που αφορούσαν τις διαδικασίες EMEA/A/194 και EMEA/A/196 δεν αναφερόταν ο όρος «πρώτο πτυχίο», αλλά μόνον η φράση «πτυχίο που αποκτήθηκε μετά την 1η Απριλίου 2001». Οι προκηρύξεις είναι δεσμευτικές για την επιτροπή επιλογής. Σε υποθέσεις που εξετάσθηκαν από τον Διαμεσολαβητή (428/98/JMA, 464/98/JMA, 2240/2003/(AJ)TN και 1523/2002/GG) κατέστη σαφές ότι η προϋπόθεση ενός πτυχίου όχι παλαιότερου των τριών ετών κατά την ημερομηνία προκήρυξης της διαδικασίας πρόσληψης για θέσεις A*5 δικαιολογείται από το επιχείρημα ότι ο οργανισμός επιθυμεί να διαθέτουν οι υποψήφιοι «πρόσφατες» γνώσεις. Ο καταγγέλλων απέκτησε πτυχίο ιατρικής στις 19 Ιουλίου 2002. Η επαγγελματική πείρα που επικαλέσθηκε αφορούσε 15 μήνες εργασιακής πείρας ως ιατρός αφού απέκτησε το εν λόγω πτυχίο, δηλαδή από τις 11 Νοεμβρίου 2002 έως τις 23 Φεβρουαρίου 2004. Ο καταγγέλλων θεωρεί ότι, με τον αποκλεισμό του από τις διαδικασίες EMEA/A/194 και EMEA/A/196, τιμωρήθηκε επειδή απέκτησε ένα δεύτερο πτυχίο, και συγκεκριμένα αυτό της ιατρικής. Κατά συνέπεια, ο EMEA ενήργησε κατά παράβαση της Συνθήκης της Λισαβόνας και της πολιτικής της ΕΕ στον τομέα της συνεχούς εκπαίδευσης και κατάρτισης.

Όσον αφορά τη διαδικασία πρόσληψης EMEA/A/195, της οποίας οι προϋποθέσεις ήταν ίδιες με εκείνες των διαδικασιών EMEA/A/194 και EMEA/A/196, το πτυχίο ιατρικής του καταγγέλλοντος αναγνωρίσθηκε, αλλά ο καταγγέλλων αποκλείσθηκε από τη διαδικασία, επειδή, σε σύγκριση με άλλους υποψηφίους, η 15μηνη εργασιακή πείρα του ως ιατρού δεν θεωρήθηκε συναφής προς τη θέση. Ωστόσο, η άποψη αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Δεδομένου ότι ένας έλληνας ιατρός φέρει την αποκλειστική ευθύνη για κάθε παρενέργεια που τυχόν έχει σε έναν ασθενή ένα φάρμακο το οποίο ο ιατρός έχει συνταγογραφήσει, ο ιατρός ενημερώνει τον ελληνικό Εθνικό Οργανισμό Φαρμάκων σχετικά με τις ανεπιθύμητες ενέργειες των φαρμάκων. Επιπλέον, εξ ορισμού, ένας έλληνας ιατρός πρέπει να διαθέτει πολύ καλή γνώση της φαρμακευτικής νομοθεσίας. Ο καταγγέλλων παρατήρησε περαιτέρω ότι ο EMEA δεν παρέσχε πληροφορίες και απαντήσεις στις ερωτήσεις που έθεσε στην επιστολή προσφυγής της 8ης Φεβρουαρίου 2005.

Επομένως, ο καταγγέλλων επέμεινε στην καταγγελία του, ισχυριζόμενος ότι, εκτός από την άδικη και διακριτική μεταχείριση και τις διοικητικές παρατυπίες, την παράλειψη απάντησης και την άρνηση παροχής πληροφοριών, ο EMEA δεν τήρησε επίσης τον Ευρωπαϊκό Κώδικα Ορθής Διοικητικής Συμπεριφοράς.

Οι προσπάθειες του Διαμεσολαβητή για την επίτευξη φιλικού διακανονισμού

Κατόπιν προσεκτικής εξέτασης της γνώμης και των παρατηρήσεων, ο Διαμεσολαβητής δεν πείσθηκε ότι ο EMEA απάντησε επαρκώς στους ισχυρισμούς του καταγγέλλοντος. Βάσει αιτιολογημένης ανάλυσης των συναφών ζητημάτων, πρότεινε στον EMEA έναν φιλικό διακανονισμό, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 5 του καθεστώτος του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή. Ειδικότερα, ο Διαμεσολαβητής εισηγήθηκε στον EMEA:

  1. να εξετάσει το ενδεχόμενο προσήκουσας αντιμετώπισης του ζητήματος που ήγειρε ο καταγγέλλων σχετικά με την προϋπόθεση της ανακοίνωσης πρόσληψης βάσει της οποίας απορρίφθηκε η αίτησή του στη διαδικασία πρόσληψης EMEA/A/190·
  2. να επανεξετάσει την απόφαση απόρριψης των αιτήσεων του καταγγέλλοντος στις διαδικασίες πρόσληψης EMEA/A/194 και EMEA/A/196. Εάν, ύστερα από μια τέτοια επανεξέταση, ο EMEA επιβεβαιώσει την προαναφερθείσα απόφαση, ο EMEA καλείται να παράσχει βάσιμη και επαρκή αιτιολογία σχετικά·
  3. να εξετάσει το ενδεχόμενο παροχής επαρκούς αιτιολογίας για την απόφαση αποκλεισμού του καταγγέλλοντος από τη διαδικασία πρόσληψης EMEA/A/195·
  4. να εξετάσει το ενδεχόμενο να παράσχει στον καταγγέλλοντα τις πληροφορίες που ζήτησε με τις επιστολές του της 8ης Φεβρουαρίου, της 15ης Φεβρουαρίου και της 21ης Φεβρουαρίου 2005, τις οποίες δεν έχει λάβει ακόμη (ή τις οποίες δεν θα έχει λάβει στο πλαίσιο της ενδεχόμενης αποδοχής και εφαρμογής από τον EMEA των προτάσεων του Διαμεσολαβητή για φιλικό διακανονισμό που διατυπώνονται ανωτέρω στα σημεία (2) και (3)). Εναλλακτικά, εάν ο EMEA αποφασίσει να μην παράσχει τις εν λόγω πληροφορίες στον καταγγέλλοντα, μπορεί να εξετάσει το ενδεχόμενο παροχής βάσιμης και επαρκούς αιτιολογίας για την άρνησή του.

Στην απάντησή του στην πρόταση του Διαμεσολαβητή για φιλικό διακανονισμό, ο EMEA ανέφερε ότι επανεξέτασε τις αιτήσεις του καταγγέλλοντος. Παρέπεμψε στα αποτελέσματα της εν λόγω επανεξέτασης, βάσει των οποίων επέμεινε στη θέση του, δηλαδή ότι δεν είχε ενεργήσει άδικα απορρίπτοντας τις αιτήσεις του καταγγέλλοντος. Στις παρατηρήσεις του στην απάντηση του EMEA, ο καταγγέλλων εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του σχετικά με τον τρόπο χειρισμού της υπόθεσής του από τον EMEA και διατύπωσε ορισμένα επιχειρήματα, βάσει των οποίων επέμεινε στην καταγγελία του.

Η ΑΠΟΦΑΣΗ

1 Ισχυρισμός περί άδικης και διακριτικής μεταχείρισης στο πλαίσιο της απόρριψης από τον EMEA των αιτήσεων του καταγγέλλοντος στις διαδικασίες πρόσληψης EMEA/A/190, EMEA/A/191, EMEA/A/194, EMEA/A/195 και EMEA/A/196
Διαδικασία πρόσληψης EMEA/A/190

1.1 Η ανακοίνωση πρόσληψης EMEA/A/190, η οποία αφορούσε θέση «Υπαλλήλου διοίκησης (επιστημονικού κλάδου), μονάδα αξιολόγησης φαρμακευτικών προϊόντων για ανθρώπινη χρήση που προηγείται της χορήγησης άδειας, ασφάλεια και αποτελεσματικότητα/επιστημονικές συμβουλές και ορφανά φάρμακα (A*5)»(2), προέβλεπε ότι «[ο]ι πλήρεις όροι, η περιγραφή των καθηκόντων και το απαραίτητο έντυπο αίτησης πρέπει να μεταφορτωθούν από την ιστοθέση του EMEA (...)». Σύμφωνα με τους οικείους όρους (που περιέχονται στην τεκμηρίωση που παρέσχον ο καταγγέλλων και ο EMEA) «[ο]ι υποψήφιοι (...) πρέπει να επισυνάψουν στην αίτησή τους έγγραφα στοιχεία, τα οποία θα αποδεικνύουν καθεμία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις: (...) εργασιακή πείρα σε πολυπολιτισμικό και πολύγλωσσο περιβάλλον».

1.2 Με επιστολή της 15ης Οκτωβρίου 2004, ο EMEA ενημέρωσε τον καταγγέλλοντα ότι η επιτροπή επιλογής δεν είχε αποδεχθεί την αίτησή του για περαιτέρω εξέταση, επειδή «δεν πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις που αναφέρονταν στην προκήρυξη κενής θέσης έως την τελική ημερομηνία υποβολής των αιτήσεων». Με επιστολή της 30ής Οκτωβρίου 2004, ο καταγγέλλων προσέφυγε κατά της ανωτέρω απόφασης ζητώντας την επανεξέταση της αίτησής του. Στην προσφυγή του, ο καταγγέλλων σημείωνε ότι «η εργασιακή πείρα σε πολύγλωσσο και πολυπολιτισμικό περιβάλλον θεωρείται, σε όλους τους διαγωνισμούς των οργανισμών της ΕΕ, επιθυμητό ή πρόσθετο προσόν και όχι βασική προϋπόθεση, ιδίως για διαγωνισμούς που αφορούν έκτακτους υπαλλήλους βαθμών AD5 - AD7». Στην απάντησή του της 15ης Νοεμβρίου 2004, ο EMEA παρατήρησε ότι (i) η επιτροπή επιλογής είχε αποκλείσει τον καταγγέλλοντα με την αιτιολογία ότι η πείρα του είχε αποκτηθεί αποκλειστικά στην Ελλάδα και ότι δεν διέθετε κανενός είδους έκθεση σε πολυπολιτισμικά και πολύγλωσσα περιβάλλοντα· και ότι (ii) η προκήρυξη της συγκεκριμένης διαδικασίας πρόσληψης ανέφερε ότι το εν λόγω στοιχείο αποτελούσε βασικό κριτήριο.

1.3 Στην καταγγελία του προς τον Διαμεσολαβητή, ο καταγγέλλων αμφισβήτησε τον αποκλεισμό του θεωρώντας ότι συνιστούσε άδικη και διακριτική μεταχείριση. Ζήτησε σχετικά από τον EMEA να απαντήσει στις ακόλουθες ερωτήσεις: (i) ποια είναι η διαφορά μεταξύ των θέσεων που αναφέρονται στις ανακοινώσεις πρόσληψης EMEA/A/190 και EMEA/A/191 και των παρεμφερών θέσεων που προκηρύχθηκαν σε επακόλουθες διαδικασίες πρόσληψης(3), η οποία καθιστά την εργασιακή πείρα σε πολυπολιτισμικό και πολύγλωσσο περιβάλλον αναγκαίο προσόν για τις πρώτες θέσεις μόνον; και (ii) είναι πολιτικά και νομικά ορθό να ζητείται πείρα σε πολυπολιτισμικό και πολύγλωσσο περιβάλλον για τέτοιες θέσεις; Στη γνώμη του σχετικά με την καταγγελία, ο EMEA επανέλαβε ότι η εργασιακή πείρα σε πολυπολιτισμικό και πολύγλωσσο περιβάλλον ήταν απαραίτητη προϋπόθεση στο πλαίσιο της προκηρυχθείσας οικείας κενής θέσης. Στις παρατηρήσεις του, ο καταγγέλλων υπενθύμισε ότι είχε αμφισβητήσει το κριτήριο/προσόν της εργασιακής πείρας σε πολυπολιτισμικό και πολύγλωσσο περιβάλλον, και ότι ο EMEA δεν είχε προσδιορίσει με ποιον τρόπο μπορούσε να αποδειχθεί η εν λόγω πείρα και σε τι συνίστατο.

1.4 Στο οικείο μέρος της ανάλυσής του που περιέχεται στην πρότασή του για φιλικό διακανονισμό στην παρούσα υπόθεση, ο Διαμεσολαβητής σημείωσε, πρώτον, ότι ο καταγγέλλων δεν ισχυρίσθηκε ότι (i) είχε «εργασιακή πείρα σε πολυπολιτισμικό και πολύγλωσσο περιβάλλον» και ότι (ii) στην αίτησή του στον EMEA, είχε υποβάλει έγγραφες αποδείξεις που καταδείκνυαν την εν λόγω πείρα. Αντίθετα, ο καταγγέλλων αμφισβήτησε άμεσα τις συναφείς προϋποθέσεις της διαδικασίας πρόσληψης που εξετάζεται στην προκειμένη περίπτωση. Ως προς αυτό, ο Διαμεσολαβητής παρατήρησε ότι ο EMEA διέθετε ευρύ περιθώριο διακριτικής ευχέρειας για τον καθορισμό των απαιτούμενων προσόντων για τη θέση που αφορούσε η υπό εξέταση διαδικασία πρόσληψης(4). Το ζήτημα που ήγειρε ο καταγγέλλων είναι, ουσιαστικά, κατά πόσον ο EMEA υπερέβη τα όρια της ευρείας διακριτικής ευχέρειας που διέθετε στο συγκεκριμένο πλαίσιο, απαιτώντας για την εν λόγω θέση εργασιακή πείρα σε πολυπολιτισμικό και πολύγλωσσο περιβάλλον (με έγγραφες αποδείξεις). Ο καταγγέλλων ισχυρίσθηκε σχετικά ότι η εν λόγω εργασιακή πείρα πρέπει να θεωρείται πρόσθετο προσόν ή πλεονέκτημα και όχι προαπαιτούμενο, επισημαίνοντας ότι αυτό ίσχυε σε προηγούμενες διαδικασίες πρόσληψης του EMEA για παρεμφερείς θέσεις. Τα πραγματικά περιστατικά στα οποία βασίζεται το εν λόγω επιχείρημα υποστηρίζονται από τα συνημμένα στην καταγγελία έγγραφα (βλέπε υποσημείωση 3 ανωτέρω) και δεν αμφισβητήθηκαν από τον EMEA(5). Επιπλέον, τόσο στην απάντησή του στην προσφυγή του καταγγέλλοντος στις 30 Οκτωβρίου 2004 όσο και στη γνώμη του σχετικά με την παρούσα καταγγελία, ο EMEA δεν αναφέρθηκε πραγματικά στο ζήτημα που ήγειρε ο καταγγέλλων (και στα συναφή επιχειρήματά του). Αντ’ αυτού, υπενθύμισε απλώς ότι η εν λόγω προϋπόθεση προβλεπόταν στην ανακοίνωση πρόσληψης. Ωστόσο, όπως ανέφερε ο καταγγέλλων, η συμπερίληψη της εξεταζόμενης προϋπόθεσης στην ανακοίνωση πρόσληψης αποτελούσε δυνητική περίπτωση κακοδιοίκησης. Κατά συνέπεια, ο αποκλεισμός του καταγγέλλοντος από την εν λόγω διαδικασία πρόσληψης, λόγω μη εκπλήρωσης της συγκεκριμένης προϋπόθεσης, ενδέχεται να συνιστά επίσης περίπτωση κακοδιοίκησης. Ως εκ τούτου, η απάντηση του EMEA στο θέμα που έθεσε ο καταγγέλλων, παραπέμποντας απλώς στη συμπερίληψη της εν λόγω προϋπόθεσης στην ανακοίνωση πρόσληψης, θα μπορούσε να συνιστά περίπτωση κακοδιοίκησης. Υπό τις περιστάσεις αυτές, ο Διαμεσολαβητής διατύπωσε το σημείο (1) της πρότασης φιλικού διακανονισμού που προαναφέρθηκε.

1.5 Στην απάντησή του, ο EMEA ανέφερε ότι εξέτασε εκ νέου την αίτηση του καταγγέλλοντος. Στο πλαίσιο της οικείας ανακοίνωσης διαγωνισμού, οι υποψήφιοι έπρεπε να παράσχουν αποδείξεις τριετούς τουλάχιστον επαγγελματικής πείρας συναφούς προς έναν τομέα που καλύπτεται από την περιγραφή καθηκόντων που περιέχεται στην προκήρυξη. Ο καταγγέλλων δεν πληρούσε την απαραίτητη αυτή προϋπόθεση, καθώς, σύμφωνα με τα όσα ανέφερε στην αίτησή του, είχε πείρα μόνον από την εργασία του ως γενικού ιατρού και στην ιατρική υπηρεσία του ελληνικού στρατού. Η φαρμακευτική νομοθεσία που διέπει το έργο του EMEA αφορά συγκεκριμένα την ανάπτυξη και την εποπτεία ενός φαρμακευτικού προϊόντος. Η κατάρτιση και η εργασιακή πείρα ενός ιατρού στην κλινική διάγνωση και θεραπεία ασθενών σε ένα τοπικό ή νοσοκομειακό περιβάλλον δεν παρουσιάζει άμεση συνάφεια για την εργασία στον EMEA, καθώς η ανάπτυξη φαρμάκων δεν αποτελεί αυτομάτως μέρος της συνήθους κλινικής εργασίας των ιατρών. Στις παρατηρήσεις του, ο καταγγέλλων φάνηκε να εμμένει στους ισχυρισμούς του.

1.6 Ο Διαμεσολαβητής υπενθυμίζει ότι η ανακοίνωση πρόσληψης EMEA/A/190 αφορούσε μια θέση «Υπαλλήλου διοίκησης (επιστημονικού κλάδου), μονάδα αξιολόγησης φαρμακευτικών προϊόντων για ανθρώπινη χρήση που προηγείται της χορήγησης άδειας, ασφάλεια και αποτελεσματικότητα/επιστημονικές συμβουλές και ορφανά φάρμακα (A*5)». Σύμφωνα με την εν λόγω ανακοίνωση, η προκηρυχθείσα θέση περιλάμβανε ευθύνη, ειδικότερα, για τα εξής:

«Διαχείριση των διαδικασιών που αφορούν φακέλους της κεντρικής διαδικασίας και τις τροποποιήσεις αυτών ή/και επιστημονικές συμβουλές ή/και δραστηριότητες σε σχέση με τα ορφανά φάρμακα, παροχή επιστημονικής, τεχνικής και διοικητικής στήριξης για σχέδια στα οποία εμπλέκονται οι επιτροπές και οι ομάδες εμπειρογνωμόνων του Οργανισμού, σύνδεση με εισηγητές/συντονιστές και συντονισμός του χρονοδιαγράμματος των δραστηριοτήτων που είναι απαραίτητες για την κατάρτιση αντικειμενικών επιστημονικών γνωμοδοτήσεων και την επίσημη έγκρισή τους.»

Επιπλέον, βάσει της ίδιας προκήρυξης, «[ο]ι υποψήφιοι για τις εν λόγω θέσεις πρέπει να επισυνάψουν στην αίτησή τους έγγραφα στοιχεία, τα οποία θα αποδεικνύουν (...) τουλάχιστον τριετή επαγγελματική πείρα (...) συναφή προς τον τομέα που καλύπτεται από την προαναφερθείσα περιγραφή καθηκόντων». Σημειώνεται σχετικά ότι ο EMEA διέθετε σημαντικό περιθώριο διακριτικής ευχέρειας για τον καθορισμό του κατά πόσον η επαγγελματική πείρα των υποψηφίων ήταν συναφής προς τον τομέα καθηκόντων της (των) οικείας (-ων) θέσης (-εων)(6). Λαμβάνοντας υπόψη τα προαναφερθέντα, τα σχετικά επιχειρήματα του EMEA, τις παρατηρήσεις του καταγγέλλοντος και την εργασιακή πείρα που είχε δηλώσει στην αίτησή του, ο Διαμεσολαβητής θεωρεί ότι ο EMEA δεν φαίνεται να υπερέβη προδήλως τα όρια της προαναφερθείσας διακριτικής ευχέρειας καταλήγοντας στο συμπέρασμα που αναφέρεται στο σημείο 1.5 ανωτέρω. Ως εκ τούτου, κρίνει ότι η απόρριψη της αίτησης του καταγγέλλοντος στη βάση αυτή δεν φαίνεται να είναι άδικη. Κατά συνέπεια, ο ισχυρισμός του καταγγέλλοντος δεν τεκμηριώνεται επαρκώς.

1.7 Παρ’ όλα αυτά, πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι ο λόγος που επικαλέσθηκε αρχικά ο EMEA για την απόρριψη της αίτησης του καταγγέλλοντος ήταν ότι δεν διέθετε εργασιακή πείρα σε πολύγλωσσο και πολυπολιτισμικό περιβάλλον, μολονότι απαιτούνταν τέτοια πείρα από τη συναφή ανακοίνωση πρόσληψης. Η επίκληση από τον EMEA μιας άλλης προϋπόθεσης της ανακοίνωσης πρόσληψης (αυτής που αφορά την ύπαρξη τουλάχιστον τριετούς επαγγελματικής πείρας στον τομέα των καθηκόντων της οικείας θέσης) είναι ένα νέο στοιχείο στη θέση του. Το συγκεκριμένο στοιχείο ενδέχεται να αιτιολογεί και πάλι την απόφαση του EMEA να απορρίψει την αίτηση του καταγγέλλοντος, αλλά δεν φαίνεται να συνιστά ορθή διοικητική πρακτική όσον αφορά την ορθή εκπλήρωση της υποχρέωσής του να παράσχει επαρκή αιτιολογία για μια τέτοια απόφαση(7). Ο Διαμεσολαβητής θα διατυπώσει σχετική παρατήρηση στην απόφαση περάτωσης της παρούσας έρευνας.

1.8 Στο οικείο μέρος της απάντησής του στην πρόταση του Διαμεσολαβητή για φιλικό διακανονισμό, ο EMEA ανέφερε επίσης ότι σημείωσε τα σχόλιά του σχετικά με την προϋπόθεση πείρας σε πολυπολιτισμικό και πολύγλωσσο περιβάλλον. Ο ΕΜΕΑ παρατήρησε σχετικά ότι διαθέτει πολυπολιτισμικό περιβάλλον εργασίας όσον αφορά τόσο το προσωπικό του όσο και τους τρίτους με τους οποίους συναλλάσσεται σε επαγγελματικό επίπεδο. Ανέφερε επίσης ότι θεωρεί συναφή την ύπαρξη κάποιας πολυπολιτισμικής έκθεσης/πείρας στο πρόσωπο ενός αιτούντος που επιθυμεί να εργασθεί στον ΕΜΕΑ. Λαμβάνοντας υπόψη τις εν λόγω παρατηρήσεις του EMEA, οι οποίες φαίνονται εύλογες, και το γεγονός ότι ο EMEA διέθετε ευρύ περιθώριο διακριτικής ευχέρειας για τον καθορισμό, στη συναφή ανακοίνωση πρόσληψης, των απαιτούμενων προσόντων για την οικεία θέση, συμπεριλαμβανομένου του υπό εξέταση προσόντος, ο Διαμεσολαβητής δεν κρίνει ότι υπήρξε, στο συγκεκριμένο πλαίσιο, πρόδηλο σφάλμα αξιολόγησης εκ μέρους του EMEA(8). Έτσι, ενόψει και του συμπεράσματός του που αναφέρεται στο σημείο 1.6 ανωτέρω, ο Διαμεσολαβητής δεν θεωρεί ότι δικαιολογείται περαιτέρω έρευνα στο συγκεκριμένο ζήτημα.

Ωστόσο, ο Διαμεσολαβητής σημειώνει επίσης ότι οι αρχές της χρηστής διοίκησης, οι οποίες ενσωματώνονται στο άρθρο 10, παράγραφος 1, του Ευρωπαϊκού Κώδικα Ορθής Διοικητικής Συμπεριφοράς, υποχρεώνουν τον EMEA να επιδεικνύει κατάλληλο βαθμό συνέπειας όταν αποφασίζει κατά πόσον θα απαιτεί ή όχι μια τέτοια προϋπόθεση επιλεξιμότητας στις διαδικασίες πρόσληψης που προκηρύσσει. Στην παρούσα υπόθεση, ο EMEA δεν εξήγησε, παρότι του ζητήθηκε από τον καταγγέλλοντα και κλήθηκε να το πράξει από τον Διαμεσολαβητή, για ποιον λόγο η συγκεκριμένη προϋπόθεση επιλεξιμότητας δεν περιλήφθηκε σε άλλες ανακοινώσεις πρόσληψης, οι οποίες δημοσιεύθηκαν την ίδια χρονική περίοδο και αφορούσαν κατά τα φαινόμενα παρεμφερείς θέσεις. Υπό τις περιστάσεις αυτές, ο Διαμεσολαβητής θα διατυπώσει σχετική παρατήρηση στην απόφαση περάτωσης της παρούσας έρευνας.

Διαδικασία πρόσληψης EMEA/A/191

1.9 Η ανακοίνωση πρόσληψης EMEA/A/191, η οποία αφορούσε θέση «Υπαλλήλου διοίκησης (επιστημονικού κλάδου), μονάδα αξιολόγησης φαρμακευτικών προϊόντων για ανθρώπινη χρήση που προηγείται της χορήγησης άδειας, ποιότητα των φαρμάκων (A*5)»(9), προέβλεπε ότι «[ο]ι πλήρεις όροι, η περιγραφή των καθηκόντων και το απαραίτητο έντυπο αίτησης πρέπει να μεταφορτωθούν από την ιστοθέση του EMEA (...)». Σύμφωνα με τους οικείους όρους, οι οποίοι περιέχονται στα έγγραφα τεκμηρίωσης που παρέσχον ο καταγγέλλων και ο EMEA, ο επιτυχών θα είναι υπεύθυνος για τα εξής:

«[δ]ιαχείριση των διαδικασιών που αφορούν φακέλους της κεντρικής διαδικασίας και τις τροποποιήσεις αυτών, παροχή επιστημονικής, τεχνικής και διοικητικής στήριξης για σχέδια στα οποία εμπλέκονται οι επιτροπές και οι ομάδες εμπειρογνωμόνων του Οργανισμού, σύνδεση με εισηγητές/συντονιστές και συντονισμός του χρονοδιαγράμματος των δραστηριοτήτων που είναι απαραίτητες για την κατάρτιση αντικειμενικών επιστημονικών γνωμοδοτήσεων και την επίσημη έγκρισή τους. (...) Οι υποψήφιοι … πρέπει να επισυνάψουν στην αίτησή τους έγγραφα στοιχεία, τα οποία αποδεικνύουν καθεμία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις: (...) τουλάχιστον τριετή επαγγελματική πείρα μετά την απόκτηση του συναφούς πτυχίου, το οποίο πρέπει να έχει αποκτηθεί έως την τελική ημερομηνία υποβολής των αιτήσεων στον τομέα που καλύπτεται από την προαναφερθείσα περιγραφή καθηκόντων· (...) εργασιακή πείρα σε πολυπολιτισμικό και πολύγλωσσο περιβάλλον.»

1.10 Με επιστολή της 23ης Δεκεμβρίου 2004, ο EMEA ενημέρωσε τον καταγγέλλοντα ότι η επιτροπή επιλογής δεν μπορούσε να αποδεχθεί την αίτησή του, επειδή «επελέγησαν για συνέντευξη μόνον οι αιτούντες οι οποίοι διαπιστώθηκε, κατόπιν λεπτομερούς σύγκρισης των αιτούντων, ότι διέθεταν τις γνώσεις και την επαγγελματική πείρα που είναι περισσότερο συναφείς για τους σκοπούς του [EMEA]». Στη γνώμη του σχετικά με την παρούσα καταγγελία, ο EMEA διευκρίνισε(10) ότι η εν λόγω απόφαση βασίσθηκε στο γεγονός ότι ο καταγγέλλων δεν διέθετε τη συναφή εργασιακή πείρα που απαιτείται για τη θέση και δεν διέθετε εργασιακή πείρα σε πολυπολιτισμικό και πολύγλωσσο περιβάλλον. Επισήμανε στη συνέχεια ότι η προκήρυξη κενής θέσης όριζε ότι αμφότερα τα κριτήρια ήταν βασικά. Στο δελτίο αξιολόγησης της επιτροπής επιλογής που επισυνάπτεται στη γνώμη του EMEA αναφέρεται ότι ο καταγγέλλων δεν πληροί τις προαναφερθείσες δύο προϋποθέσεις και υπάρχουν, αντίστοιχα, τα σχόλια «ΑΠΟΥΣΙΑ ΣΥΝΑΦΟΥΣ ΕΡΓΑΣΙΑΚΗΣ ΠΕΙΡΑΣ» και «ΑΠΟΥΣΙΑ ΤΕΤΟΙΑΣ ΠΕΙΡΑΣ».

1.11 Όπως σημείωσε ήδη ο Διαμεσολαβητής στην πρότασή του για φιλικό διακανονισμό στην παρούσα υπόθεση, η προσβαλλόμενη απόφαση του EMEA βασίσθηκε στην επαρκή διαπίστωση ότι ο καταγγέλλων δεν διέθετε εργασιακή πείρα συναφή προς τον τομέα που καλύπτεται από την περιγραφή καθηκόντων για την εν λόγω θέση. Επιπλέον, ο καταγγέλλων δεν αμφισβήτησε ειδικά, ούτε στην καταγγελία του στον Διαμεσολαβητή ούτε στις παρατηρήσεις του, την ορθότητα του συγκεκριμένου σκεπτικού(11). Υπό τις περιστάσεις αυτές, ο Διαμεσολαβητής δεν διαπιστώνει, όσον αφορά τη συγκεκριμένη πτυχή της υπόθεσης, περίπτωση κακοδιοίκησης η οποία να αντιστοιχεί στους ισχυρισμούς του καταγγέλλοντος. Ο Διαμεσολαβητής επαναλαμβάνει τη διαπίστωση που διατυπώνεται στην πρότασή του για φιλικό διακανονισμό.

Διαδικασίες πρόσληψης EMEA/A/194 και EMEA/A/196

1.12 Σύμφωνα με τα έγγραφα τεκμηρίωσης που παρέσχον ο καταγγέλλων και ο EMEA, στο πλαίσιο των εν λόγω διαδικασιών πρόσληψης, οι υποψήφιοι έπρεπε να παράσχουν αποδείξεις «πανεπιστημιακού πτυχίου συναφούς προς τον τομέα της ιατρικής, της φαρμακευτικής ή [άλλης συναφούς βιολογικής] επιστήμης, ο οποίος πρέπει να έχει αποκτηθεί μετά την 1η Απριλίου 2001»(12).

1.13 Όπως σημειώνεται στη γνώμη του EMEA σχετικά με την παρούσα καταγγελία, ο καταγγέλλων απέκτησε πτυχίο κτηνιατρικής το 1997 και, επειδή αυτό ήταν το πρώτο πτυχίο του και αποκτήθηκε πριν από την 1η Απριλίου 2001, αποκλείσθηκε από τις δύο διαδικασίες πρόσληψης. Στις παρατηρήσεις του, ο καταγγέλλων διαφώνησε με το σκεπτικό του EMEA. Ισχυρίσθηκε ότι (i) οι οικείες ανακοινώσεις πρόσληψης ήταν δεσμευτικές για την επιτροπή επιλογής· (ii) δεν αναφέρεται πουθενά στις εν λόγω ανακοινώσεις ο όρος «πρώτο πτυχίο», αλλά μόνον ο όρος «πτυχίο που αποκτήθηκε μετά την 1η Απριλίου 2001»· (iii) απέκτησε πτυχίο ιατρικής στις 19 Ιουλίου 2002.

1.14 Στο οικείο μέρος της ανάλυσής του που περιέχεται στην πρότασή του για φιλικό διακανονισμό στην παρούσα υπόθεση, ο Διαμεσολαβητής παρατήρησε τα ακόλουθα. Σύμφωνα με την πάγια νομολογία των κοινοτικών δικαστηρίων, ο ουσιαστικός ρόλος της ανακοίνωσης πρόσληψης είναι να πληροφορεί τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν αίτηση στον διαγωνισμό κατά τρόπον όσον το δυνατό πιο ακριβή για τη φύση των απαιτουμένων προϋποθέσεων για την κατάληψη της οικείας θέσης έτσι ώστε να μπορούν να σταθμίσουν εάν είναι σκόπιμο να υποβάλουν αίτηση υποψηφιότητας. Η ανακοίνωση του διαγωνισμού αποτελεί το πλαίσιο της νομιμότητας της διαδικασίας πρόσληψης(13). Σχετικά, το Πρωτοδικείο σημείωσε τα εξής στην υπόθεση T-158/89(14):

«23 Το Δικαστήριο θεωρεί ότι πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ότι, ανεξάρτητα από τη διακριτική εξουσία της, η εξεταστική επιτροπή δεσμεύεται από τη διατύπωση της ανακοίνωσης του διαγωνισμού όπως δημοσιεύθηκε. Σύμφωνα με τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης, βασική λειτουργία της ανακοίνωσης του διαγωνισμού είναι ακριβώς να παράσχει στους ενδιαφερόμενους όσο το δυνατόν ακριβέστερες πληροφορίες σχετικά με τις προϋποθέσεις επιλεξιμότητας για τη θέση, ώστε να τους επιτρέψει να κρίνουν, πρώτον, κατά πόσον είναι σκόπιμο να υποβάλουν αίτηση για την εν λόγω θέση (αποφάσεις στην υπόθεση 255/78 Anselme κατά Επιτροπής Συλλογή [1979] σελ. 2323, Ruske, που προαναφέρθηκε, και στην υπόθεση 289/81 Μαυρίδης κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Συλλογή [1983] σελ. 1731), και, δεύτερον, ποια δικαιολογητικά έγγραφα είναι σημαντικά για τις εργασίες της εξεταστικής επιτροπής και πρέπει, επομένως, να επισυναφθούν στο έντυπο της αίτησης.

24 Το σύστημα που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 5 του παραρτήματος III του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης θα έχανε το νόημά του, εάν η εξεταστική επιτροπή μπορούσε, βάσει του τέταρτου εδαφίου του εν λόγω άρθρου, να εφαρμόζει προϋποθέσεις που δεν περιέχονται στην ανακοίνωση του διαγωνισμού και, επομένως, υπερβαίνουν τη συγκριτική εξέταση των υποψηφίων βάσει των απαιτούμενων προσόντων. (...)

25 Επομένως, η εξεταστική επιτροπή δεν έχει την εξουσία να αποκλείσει έναν υποψήφιο από τις εξετάσεις με την αιτιολογία ότι δεν πληροί μια προϋπόθεση η οποία δεν αναφέρεται στην ανακοίνωση του διαγωνισμού.»(15)

Παρ’ όλα αυτά, η επιτροπή επιλογής του EMEA φαίνεται να ενήργησε κατ’ αυτόν τον τρόπο στην προκειμένη περίπτωση. Απορρίπτοντας τις αιτήσεις του καταγγέλλοντος με την αιτιολογία που προσδιορίζεται στη γνώμη του, ο EMEA εφάρμοσε ουσιαστικά ένα κριτήριο επιλεξιμότητας βάσει του οποίου, στην περίπτωση που ένας υποψήφιος παρείχε αποδείξεις ότι διάθετε περισσότερα από ένα πανεπιστημιακά πτυχία που θα μπορούσαν να θεωρηθούν συναφή προς τον τομέα της ιατρικής, της φαρμακευτικής ή (άλλης συναφούς βιολογικής) επιστήμης, το πτυχίο που αποκτήθηκε πρώτο (χρονολογικά) έπρεπε να έχει αποκτηθεί μετά την 1η Απριλίου 2001. Ωστόσο, ένας τέτοιος κανόνας δεν προκύπτει εύλογα από την προαναφερθείσα προϋπόθεση της ανακοίνωσης. Επιπλέον, δεν αναφέρεται πουθενά αλλού στα συναφή έγγραφα της ανακοίνωσης. Βάσει των συγκεκριμένων συνθηκών, ο Διαμεσολαβητής κατέληξε στο προκαταρκτικό συμπέρασμα ότι οι αποφάσεις του EMEA να αποκλείσει τον καταγγέλλοντα από τις διαδικασίες πρόσληψης EMEA/A/194 και EMEA/A/196 ήταν άδικες, καθώς δεν στηρίζονταν σε βάσιμη αιτιολογία. Επομένως, οι εν λόγω αποφάσεις μπορεί να συνιστούν περιπτώσεις κακοδιοίκησης. Ο Διαμεσολαβητής διατύπωσε το σημείο (2) της πρότασής του για φιλικό διακανονισμό, βάσει της προκαταρκτικής αυτής διαπίστωσης. Ο Διαμεσολαβητής πρότεινε στον EMEA να επανεξετάσει την απόφαση απόρριψης των αιτήσεων του καταγγέλλοντος για τις διαδικασίες επιλογής EMEA/A/194 και EMEA/A/196. Εάν, σε συνέχεια της εν λόγω επανεξέτασης, ο EMEA επιβεβαίωνε την προαναφερθείσα απόφαση, ο EMEA κλήθηκε να παράσχει σχετικά έγκυρη και επαρκή αιτιολογία.

1.15 Στην απάντησή του στην πρόταση του Διαμεσολαβητή για φιλικό διακανονισμό, ο EMEA δέχθηκε ότι ο καταγγέλλων πληρούσε πράγματι το κριτήριο της εκπαίδευσης όσον αφορά την επιλεξιμότητα για τις συγκεκριμένες διαδικασίες πρόσληψης. Παρ’ όλα αυτά, δεν θα προσκαλούνταν σε συνέντευξη, καθώς η εργασιακή πείρα του, ως γενικού ιατρού και στην ιατρική υπηρεσία του ελληνικού στρατού, δεν ήταν συναφής προς τις οικείες θέσεις. Στις παρατηρήσεις του, ο καταγγέλλων αμφισβήτησε το συμπέρασμα αυτό και επέμεινε στον ισχυρισμό του. Επισήμανε επίσης ότι ο EMEA δεν σχολίασε το επιχείρημά του ότι συνάδελφός του, με παρεμφερή προσόντα και πείρα, κλήθηκε σε συνέντευξη.

1.16 Ο Διαμεσολαβητής υπενθυμίζει ότι η ανακοίνωση πρόσληψης EMEA/A/194 αφορούσε θέση «Υπαλλήλου διοίκησης (επιστημονικού κλάδου), Eudra Vigilance, μονάδα για την αξιολόγηση φαρμακευτικών προϊόντων για ανθρώπινη χρήση που έπεται της χορήγησης άδειας (A*5)». Στην εν λόγω ανακοίνωση αναφέρονταν 12 καθήκοντα ή τομείς δραστηριότητας, για τους οποίους θα ήταν υπεύθυνος ο επιτυχών(16). Η προκήρυξη EMEA/A/194 δεν απαιτούσε καμία ειδική επαγγελματική πείρα συναφή προς τους εν λόγω τομείς. Ανέφερε απλώς τα εξής:

«[ο]ι επιτυχόντες είναι πιθανό να έχουν γνώσεις στους ακόλουθους τομείς: φαρμακοεπαγρύπνηση ή/και φαρμακευτικά προϊόντα σε κανονιστικό περιβάλλον ή στη φαρμακευτική βιομηχανία· δεξιότητες πληροφορικής, ιδίως στη χρήση βάσης δεδομένων φαρμακοεπαγρύπνησης· εργασιακή πείρα σε ομαδικό περιβάλλον· καλές δεξιότητες προφορικής και γραπτής επικοινωνίας.»

Στην απάντησή του στην πρόταση για φιλικό διακανονισμό, ο EMEA κατέληξε στο προαναφερόμενο συμπέρασμα, αφού έλαβε υπόψη «τις προϋποθέσεις για τη θέση στον τομέα της εποπτείας φαρμάκων». Ωστόσο, δεν προέβη σχετικά σε καμία συγκεκριμένη αναφορά στην ανακοίνωση πρόσληψης, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, δεν περιέχει καμία διάταξη που να απαιτεί επαγγελματική πείρα στον τομέα της εποπτείας φαρμάκων. Επιπλέον, ο EMEA δεν σχολίασε καθόλου το επιχείρημα του καταγγέλλοντος ότι συνάδελφός του, με παρεμφερή προσόντα στην Ελλάδα, κλήθηκε σε συνέντευξη. Ενόψει των προαναφερθέντων, ο Διαμεσολαβητής θεωρεί ότι ο EMEA δεν παρέσχε έγκυρη και επαρκή αιτιολογία για την απόφασή του να απορρίψει την αίτηση του καταγγέλλοντος για την προκηρυχθείσα θέση με την ανακοίνωση πρόσληψης EMEA/A/194. Επομένως, η εν λόγω απόφαση συνιστά περίπτωση κακοδιοίκησης.

1.17 Περαιτέρω, ο Διαμεσολαβητής υπενθυμίζει ότι η ανακοίνωση πρόσληψης EMEA/A/196 αφορούσε θέση «Υπαλλήλου διοίκησης (επιστημονικού κλάδου), τομέας φαρμακοεπαγρύπνησης, μονάδα για την αξιολόγηση φαρμακευτικών προϊόντων για ανθρώπινη χρήση που έπεται της χορήγησης άδειας (A*5)». Στην εν λόγω ανακοίνωση αναφέρονταν επτά καθήκοντα ή τομείς δραστηριότητας, για τους οποίους θα ήταν υπεύθυνος ο επιτυχών(17). Η ανακοίνωση πρόσληψης δεν απαιτούσε καμία ειδική επαγγελματική πείρα συναφή προς τους εν λόγω τομείς. Ανέφερε απλώς τα εξής:

«[ο]ι επιτυχόντες είναι πιθανό να έχουν πείρα και δεξιότητες στους ακόλουθους τομείς: φαρμακοεπαγρύπνηση ή/και φαρμακευτικά προϊόντα σε κανονιστικό περιβάλλον ή στη φαρμακευτική βιομηχανία· δεξιότητες πληροφορικής, ιδίως στη χρήση βάσης δεδομένων φαρμακοεπαγρύπνησης· βασικές γνώσεις επιδημιολογίας· εργασία σε ομαδικό περιβάλλον· καλές δεξιότητες προφορικής και γραπτής επικοινωνίας».

Στην απάντησή του στην πρόταση για φιλικό διακανονισμό, ο EMEA ανέφερε ότι ο καταγγέλλων δεν επρόκειτο να κληθεί σε συνέντευξη, καθώς η εργασιακή πείρα του «δεν ήταν αντίστοιχη της φύσης της εργασίας» της σχετικής θέσης. Ωστόσο, δεν προέβη σχετικά σε καμία ειδική αναφορά στην ανακοίνωση πρόσληψης, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, δεν περιέχει καμία διάταξη που να απαιτεί επαγγελματική πείρα που να αντιστοιχεί στη φύση των καθηκόντων που παρατίθενται στην εν λόγω προκήρυξη. Επιπλέον, ο EMEA δεν σχολίασε καθόλου το επιχείρημα του καταγγέλλοντος ότι συνάδελφός του, με παρεμφερή προσόντα στην Ελλάδα, κλήθηκε σε συνέντευξη. Ενόψει των προαναφερθέντων, ο Διαμεσολαβητής θεωρεί ότι ο EMEA δεν παρέσχε έγκυρη και επαρκή αιτιολογία για την απόφασή του να απορρίψει την αίτηση του καταγγέλλοντος για την προκηρυχθείσα θέση με την ανακοίνωση πρόσληψης EMEA/A/196. Ως εκ τούτου, η εν λόγω απόφαση συνιστά περίπτωση κακοδιοίκησης.

Διαδικασία πρόσληψης EMEA/A/195

1.18 Σύμφωνα με το οικείο έγγραφο της προκήρυξης, οι επιτυχόντες στη συγκεκριμένη διαδικασία πρόσληψης:

«[είναι] πιθανό να έχουν πείρα και δεξιότητες στους ακόλουθους τομείς:

  • επιστημονική κατάρτιση στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης (ιατρική, φαρμακευτική) ή άλλων βιολογικών επιστημών
  • πείρα σε φαρμακευτικά προϊόντα που προορίζονται για ανθρώπινη χρήση σε κανονιστικό οργανισμό ή στη βιομηχανία
  • βασικές γνώσεις της κοινοτικής νομοθεσίας στον τομέα των φαρμακευτικών προϊόντων
  • υποστήριξη διαχείρισης έργου
  • εργασία σε ομαδικό περιβάλλον
  • καλές δεξιότητες προφορικής και γραπτής επικοινωνίας.»

Η προκήρυξη δεν περιείχε καμία διάταξη που να απαιτεί επαγγελματική πείρα που να αντιστοιχεί στη φύση των καθηκόντων που παρατίθενται σε αυτήν.

1.19 Με επιστολή της 17ης Ιανουαρίου 2005, ο EMEA ενημέρωσε τον καταγγέλλοντα ότι η επιτροπή επιλογής δεν είχε αποδεχθεί την αίτησή του, επειδή «επελέγησαν για συνέντευξη μόνον οι αιτούντες οι οποίοι διαπιστώθηκε, κατόπιν λεπτομερούς σύγκρισης των αιτούντων, ότι διέθεταν τις γνώσεις και την επαγγελματική πείρα που είναι περισσότερο συναφείς για τους σκοπούς του [EMEA]». Με επιστολή της 8ης Φεβρουαρίου 2005, ο καταγγέλλων ζήτησε την επανεξέταση της αίτησής του. Ανέφερε ότι, σε συνέχεια προφορικής επικοινωνίας με το τμήμα προσωπικού του EMEA, πίστευε ότι: (i) οι σπουδές του δεν είχαν αξιολογηθεί και βαθμολογηθεί ορθά· (ii) τα πτυχία του είχαν ορισθεί ως ισοδύναμα πτυχίων τριετούς φοίτησης άλλων σχολών αναγνωρισμένου χαμηλότερου επιπέδου· (iii) η εργασία του ως κτηνιάτρου με δικαίωμα συνταγογράφησης φαρμακευτικών προϊόντων είχε υποτιμηθεί· (iv) είχαν αμφισβητηθεί οι γνώσεις του σχετικά με τη φαρμακευτική νομοθεσία και τον τομέα των φαρμάκων, πράγμα που δεν συμφωνούσε με το αντικείμενο της εργασίας του· (v) η αίτησή του δεν είχε αξιολογηθεί ορθά σε σχέση με τις αρμοδιότητες της προκηρυχθείσας θέσης και τον ρόλο του EMEA. Ο καταγγέλλων ζήτησε επίσης να ενημερωθεί σχετικά με τα κριτήρια επιλογής που είχαν εφαρμοσθεί, τους συντελεστές στάθμισής τους, την αξιολόγηση και τη βαθμολογία του, το ακριβές προφίλ και τα προσόντα των υποψηφίων που είχαν κληθεί σε συνέντευξη και τον αριθμό των υποψηφίων που έλαβαν μέρος στον διαγωνισμό.

1.20 Με επιστολή της 2ας Μαρτίου 2005, ο EMEA ενημέρωσε τον καταγγέλλοντα ότι (i) στις 21 Φεβρουαρίου 2005, η αίτησή του υποβλήθηκε για δεύτερη φορά στην επιτροπή επιλογής· (ii) η επιτροπή επιλογής αξιολόγησε την αίτησή του λεπτομερώς και συνέκρινε όλα τα στοιχεία με εκείνα άλλων υποψηφίων που είχαν υποβάλει αίτηση και είχαν κληθεί σε συνέντευξη· (iii) η επιτροπή επιλογής επιβεβαίωσε ότι, σε σύγκριση με όλους τους άλλους υποψηφίους, δεν διέθετε επαρκή συναφή πείρα για την προκηρυχθείσα θέση· (iv) για λόγους προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, δεν είχε το δικαίωμα να δημοσιοποιήσει οποιαδήποτε δεδομένα που αφορούσαν προσωπικές πληροφορίες των υποψηφίων. Στη γνώμη του σχετικά με την παρούσα καταγγελία, ο EMEA αναφέρθηκε στις προαναφερθείσες επιστολές του της 17ης Ιανουαρίου 2005 και της 2ας Μαρτίου 2005 προς τον καταγγέλλοντα. Επισύναψε επίσης ένα δελτίο αξιολόγησης (υπογεγραμμένο από τον πρόεδρο της επιτροπής επιλογής), το οποίο αφορούσε τον καταγγέλλοντα. Το δελτίο αξιολόγησης περιέχει μια ενότητα, η οποία, με εξαίρεση την τελευταία πρόταση («Καλές δεξιότητες προφορικής και γραπτής επικοινωνίας»), αναπαράγει το κείμενο που αναφέρεται στο σημείο 1.12 ανωτέρω. Δίπλα στο πλαίσιο που περιέχει τη φράση «Επιστημονική κατάρτιση στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης (ιατρική, φαρμακευτική) ή άλλες βιολογικές επιστήμες» έχει σημειωθεί ένα «X», το οποίο συνοδεύεται από το σχόλιο «ΑΠΟΥΣΙΑ ΣΥΝΑΦΟΥΣ ΠΕΙΡΑΣ». Δεν υπάρχουν σημάδια ή σχόλια δίπλα στα πλαίσια που αναφέρονται στους τέσσερις άλλους τομείς.

1.21 Στις παρατηρήσεις του, ο καταγγέλλων σημείωσε ότι αποκλείσθηκε από τη διαδικασία, επειδή, σε σύγκριση με άλλους υποψηφίους, η 15μηνη εργασιακή πείρα του ως ιατρού δεν θεωρήθηκε συναφής προς τη θέση. Ωστόσο, η θέση αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Καθώς ένας έλληνας ιατρός φέρει την αποκλειστική ευθύνη για κάθε παρενέργεια που τυχόν έχει σε έναν ασθενή ένα φάρμακο το οποίο ο ιατρός έχει συνταγογραφήσει, ο ιατρός ενημερώνει τον ελληνικό Εθνικό Οργανισμό Φαρμάκων σχετικά με τις ανεπιθύμητες ενέργειες των φαρμάκων. Επιπλέον, εξ ορισμού, ένας έλληνας ιατρός πρέπει να διαθέτει πολύ καλή γνώση της φαρμακευτικής νομοθεσίας. Ο καταγγέλλων παρατήρησε περαιτέρω ότι ο EMEA δεν παρέσχε πληροφορίες και απαντήσεις στις ερωτήσεις που έθεσε στην επιστολή προσφυγής της 8ης Φεβρουαρίου 2005.

1.22 Στο οικείο μέρος της ανάλυσής του που περιέχεται στην πρότασή του για φιλικό διακανονισμό στην παρούσα υπόθεση, ο Διαμεσολαβητής σημείωσε τα ακόλουθα. Σύμφωνα με την πάγια νομολογία, η επιβαλλόμενη από το άρθρο 190 της Συνθήκης ΕΚ αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξης και πρέπει να διαφαίνεται από αυτήν κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική της κοινοτικής αρχής που εκδίδει την προσβαλλόμενη πράξη, κατά τρόπο που να καθιστά δυνατό στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και να διευκολύνει τον έλεγχό του. Η υποχρέωση αιτιολόγησης πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περίπτωσης, ιδίως του περιεχομένου της πράξης, της φύσης των προβαλλομένων λόγων και του συμφέροντος που έχουν ενδεχομένως στην παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες του μέτρου ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά(18). Ειδικότερα, στο πλαίσιο διαδικασιών πρόσληψης, ο σκοπός της υποχρέωσης αιτιολογίας είναι, ιδίως, να βεβαιωθούν οι υποψήφιοι ότι η διαδικασία διενεργήθηκε με τρόπο δίκαιο και χωρίς επίδειξη εύνοιας(19), λαμβάνοντας δεόντως υπόψη την αρχή της ίσης μεταχείρισης των υποψηφίων, η οποία αποτελεί γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου(20).

Στην προκειμένη περίπτωση, ο EMEA δεν συμμορφώθηκε προς την προαναφερθείσα απαίτηση όταν απάντησε στην επιστολή του καταγγέλλοντος της 8ης Φεβρουαρίου 2005. Ο EMEA επιβεβαίωσε απλώς ότι, σε σύγκριση με τους υποψηφίους που κλήθηκαν σε συνέντευξη, ο καταγγέλλων δεν διέθετε επαρκή συναφή πείρα για την εν λόγω θέση. Η δήλωση αυτή αποτελεί απλώς μια γενική διατύπωση, χωρίς καμία ειδική αναφορά στην πείρα του καταγγέλλοντος σε σύγκριση με εκείνη των υποψηφίων που κλήθηκαν σε συνέντευξη. Περαιτέρω, ενόψει των συναφών διατάξεων της ανακοίνωσης πρόσληψης, η αιτιολογία δεν εξηγεί επαρκώς την προσβαλλόμενη απόφαση αποκλεισμού και δεν επιτρέπει τον έλεγχο του δίκαιου και μη διακριτικού χαρακτήρα της εν λόγω απόφασης. Επιπλέον, το επιχείρημα του EMEA ότι, για λόγους προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, δεν δικαιούται να γνωστοποιήσει στον καταγγέλλοντα οποιαδήποτε δεδομένα που αφορούν προσωπικές πληροφορίες (άλλων) υποψηφίων, δεν εξηγεί με ικανοποιητικό τρόπο την προαναφερθείσα παράλειψή του. Αυτό συμβαίνει επειδή, πρώτον, ο EMEA δεν φαίνεται να εξέτασε το ενδεχόμενο να παρουσιάσει τις εν λόγω πληροφορίες κατά τρόπο που δεν θα αποκάλυπτε την ταυτότητα των υποκειμένων των δεδομένων. Δεύτερον, ακόμη και αν εφαρμοζόταν ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 18ης Δεκεμβρίου 2000 σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών(21) («κανονισμός 45/2001»), ο εν λόγω κανονισμός δεν περιέχει γενική απαγόρευση της μεταβίβασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε τρίτους, αλλά αντίθετα επιτρέπει την εν λόγω μεταβίβαση υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Ως προς αυτό, ιδιαίτερη συνάφεια εμφανίζουν τα άρθρα 8 και 9 του κανονισμού. Ο EMEA δεν εξήγησε με ποιον τρόπο εφάρμοσε τις οικείες διατάξεις του κανονισμού στην προκειμένη περίπτωση, ιδίως ενόψει της προαναφερθείσας υποχρέωσής του να αναφέρει τους λόγους της προσβαλλόμενης απόφασής του. Τέλος, η παράλειψη του EMEA να παράσχει επαρκείς εξηγήσεις για την απόφασή του δεν αποκαταστάθηκε κατά τη διάρκεια της παρούσας έρευνας, μέσω της γνώμης του ή των συνημμένων σε αυτήν εγγράφων. Υπό τις περιστάσεις αυτές, ο Διαμεσολαβητής κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση του EMEA μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά περίπτωση κακοδιοίκησης, στον βαθμό που (α) δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη, και (β) δεν επιτρέπει τον έλεγχο του δίκαιου και μη διακριτικού χαρακτήρα της. Έτσι, ο Διαμεσολαβητής εισηγήθηκε στον EMEA, στο πλαίσιο της πρότασής του για φιλικό διακανονισμό, να εξετάσει το ενδεχόμενο παροχής επαρκούς αιτιολογίας για την απόφαση αποκλεισμού του καταγγέλλοντος από τη διαδικασία πρόσληψης EMEA/A/195.

1.23 Στην απάντησή του, ο EMEA ανέφερε ότι επανεξέτασε την αίτηση του καταγγέλλοντος και ότι αυτός δεν επρόκειτο να προσκληθεί σε συνέντευξη, επειδή η εργασιακή πείρα του «δεν επαρκούσε από μόνη της για τη [συγκεκριμένη] θέση». Λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που διατυπώθηκαν στα σημεία 1.18 και 1.22 ανωτέρω, η τελευταία αυτή αιτιολογία είναι προφανές ότι δεν ικανοποιεί την υποχρέωση του EMEA να παράσχει επαρκή αιτιολογία για την προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως αναφέρεται από τον καταγγέλλοντα στις παρατηρήσεις του. Έτσι, ο Διαμεσολαβητής θεωρεί ότι ο EMEA δεν παρέσχε έγκυρη και επαρκή αιτιολογία για την απόφασή του να απορρίψει την αίτηση του καταγγέλλοντος για την προκηρυχθείσα θέση με την ανακοίνωση πρόσληψης EMEA/A/195. Επομένως, η εν λόγω απόφαση συνιστά περίπτωση κακοδιοίκησης.

2 Ισχυρισμός περί παράλειψης του EMEA να παράσχει στον καταγγέλλοντα τις διευκρινίσεις που ζήτησε σχετικά με την απόρριψη των αιτήσεών του για ορισμένες θέσεις

2.1 Με επιστολή της 15ης Φεβρουαρίου 2005 και με επιστολή της 21ης Φεβρουαρίου 2005, ο καταγγέλλων ζήτησε την επανεξέταση της αίτησής του για τη διαδικασία πρόσληψης EMEA/A/194 και τη διαδικασία πρόσληψης EMEA/A/196. Ζήτησε επίσης να ενημερωθεί σχετικά με τα εξής: (i) τις προϋποθέσεις της ανακοίνωσης πρόσληψης τις οποίες δεν πληρούσε· (ii) τα κριτήρια επιλογής και τους συντελεστές στάθμισής τους· (iii) το προφίλ και τα προσόντα των υποψηφίων που κλήθηκαν σε συνέντευξη· και (iv) τον συνολικό αριθμό των υποψηφίων. Ο EMEA δεν απάντησε στις εν λόγω επιστολές, καθώς, όπως αναφέρεται στη γνώμη του, δεν τις έλαβε ποτέ. Ο EMEA έλαβε αντίγραφο των εν λόγω επιστολών στο πλαίσιο της παρούσας έρευνας, καθώς τα συγκεκριμένα έγγραφα επισυνάπτονταν στην καταγγελία προς τον Διαμεσολαβητή, η οποία κοινοποιήθηκε στον EMEA. Στη γνώμη του σχετικά με την καταγγελία, ο EMEA παρέσχε τις πληροφορίες που ζήτησε ο καταγγέλλων στο σημείο (i) ανωτέρω. Οι εν λόγω πληροφορίες δεν φαίνεται να αποτελούν βάσιμη αιτιολογία για τις προσβαλλόμενες αποφάσεις (βλέπε σημείο 1.14 ανωτέρω). Επιπλέον, στη γνώμη του σχετικά με την καταγγελία, ο EMEA δεν αναφέρθηκε στα υπόλοιπα σημεία των αιτημάτων παροχής πληροφοριών του καταγγέλλοντος.

2.2 Με επιστολή της 8ης Φεβρουαρίου 2005, ο καταγγέλλων ζήτησε την επανεξέταση της αίτησής του για τη διαδικασία EMEA/A/195. Ζήτησε περαιτέρω να ενημερωθεί σχετικά με τα κριτήρια επιλογής που είχαν εφαρμοσθεί, τους συντελεστές στάθμισής τους, την αξιολόγηση και τη βαθμολογία των προσόντων του, το ακριβές προφίλ και τα προσόντα των υποψηφίων που κλήθηκαν σε συνέντευξη και τον αριθμό των υποψηφίων που έλαβαν μέρος στον διαγωνισμό. Στην απάντησή του της 2ας Μαρτίου 2005, ο EMEA επιβεβαίωσε την απόφασή του να μην δεχθεί την υποψηφιότητα του καταγγέλλοντος, επειδή, σε σύγκριση με άλλους υποψηφίους, δεν διέθετε επαρκή συναφή πείρα για την προκηρυχθείσα θέση. Επιπλέον, ανέφερε ότι, για λόγους προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, δεν είχε το δικαίωμα να δημοσιοποιήσει οποιαδήποτε δεδομένα που αφορούσαν προσωπικές πληροφορίες των υποψηφίων.

2.3 Στο οικείο μέρος της ανάλυσής του που περιέχεται στην πρότασή του για φιλικό διακανονισμό στην παρούσα υπόθεση, ο Διαμεσολαβητής σημείωσε τα ακόλουθα. Οι αρχές της χρηστής διοίκησης, οι οποίες ενσωματώνονται στο άρθρο 22 του Ευρωπαϊκού Κώδικα Ορθής Διοικητικής Συμπεριφοράς, απαιτούν από την κοινοτική διοίκηση να παρέχει στους πολίτες τις πληροφορίες που ζητούν, εκτός εάν επικαλεσθεί έγκυρη και επαρκή αιτιολογία για την άρνησή της. Η προσήκουσα συμμόρφωση προς την εν λόγω απαίτηση καθίσταται ακόμη πιο σημαντική όταν η υποχρέωση της διοίκησης να παράσχει επαρκή αιτιολογία για τις αποφάσεις της (βλέπε σημείο 1.22 ανωτέρω) υπεισέρχεται σε ένα τέτοιο πλαίσιο. Ο Διαμεσολαβητής κατέληξε στο (προκαταρκτικό) συμπέρασμα ότι οι αποφάσεις του EMEA για τον αποκλεισμό του καταγγέλλοντος από τις διαδικασίες πρόσληψης EMEA/A/194 και EMEA/A/196 ήταν άδικες, καθώς δεν στηρίζονταν σε βάσιμη αιτιολογία (βλέπε σημείο 1.14 ανωτέρω). Υπενθύμισε επίσης την προκαταρκτική του διαπίστωση ότι η απόφαση του EMEA να αποκλείσει τον καταγγέλλοντα από τη διαδικασία πρόσληψης EMEA/A/195 μπορούσε να θεωρηθεί ότι συνιστά περίπτωση κακοδιοίκησης, καθώς δεν ήταν επαρκώς αιτιολογημένη. Επιπλέον, σημείωσε ότι οι προαναφερθείσες πληροφορίες που ζήτησε ο καταγγέλλων (βλέπε σημεία 2.1 και 2.2 ανωτέρω) σχετίζονται, εν μέρει τουλάχιστον, με το σκεπτικό των αποφάσεων του EMEA που τον απέκλεισαν από τις διαδικασίες πρόσληψης EMEA/A/194, EMEA/A/195 και EMEA/A/196. Στο βαθμό αυτόν, η πρόταση φιλικού διακανονισμού που διατύπωσε ο Διαμεσολαβητής, ενόψει των πορισμάτων του που αναφέρονται στα σημεία 1.14 και 1.22 ανωτέρω, κάλυπταν επίσης την παράλειψη του EMEA να παράσχει στον καταγγέλλονται τις συναφείς πληροφορίες που είχε ζητήσει. Όσον αφορά τα άλλα σημεία του αιτήματος παροχής πληροφοριών, καθώς ο EMEA δεν επικαλέσθηκε έγκυρη και επαρκή αιτιολογία για τη μη παροχή των πληροφοριών που ζητήθηκαν, η προκαταρκτική εκτίμηση του Διαμεσολαβητή ήταν ότι η προσβαλλόμενη παράλειψη του EMEA μπορούσε να συνιστά περίπτωση κακοδιοίκησης. Κατά συνέπεια, στην πρότασή του για φιλικό διακανονισμό, ο Διαμεσολαβητής εισηγήθηκε στον EMEA να εξετάσει το ενδεχόμενο να παράσχει στον καταγγέλλοντα τις πληροφορίες που ζήτησε με τις επιστολές του της 8ης Φεβρουαρίου, της 15ης Φεβρουαρίου και της 21ης Φεβρουαρίου 2005, τις οποίες δεν έχει λάβει ακόμη (ή δεν θα λάβει στο πλαίσιο της ενδεχόμενης αποδοχής και εφαρμογής από τον EMEA των σημείων (2) και (3) της πρότασης φιλικού διακανονισμού του Διαμεσολαβητή). Εναλλακτικά, στην περίπτωση που ο EMEA αποφασίσει να μην παράσχει τις εν λόγω πληροφορίες στον καταγγέλλοντα, μπορεί να εξετάσει το ενδεχόμενο να παράσχει βάσιμη και επαρκή αιτιολογία για την άρνησή του.

2.4 Στην απάντησή του στην πρόταση του Διαμεσολαβητή για φιλικό διακανονισμό, ο EMEA επανέλαβε απλώς ότι ήταν ατυχές που δεν είχε λάβει τις επιστολές του καταγγέλλοντος. Ως προς αυτό, ο Διαμεσολαβητής υπενθυμίζει, πρώτον, ότι ο EMEA πρέπει να έλαβε, πριν από την υποβολή της παρούσας καταγγελίας, την επιστολή του καταγγέλλοντος της 8ης Φεβρουαρίου 2005, καθώς απάντησε σε αυτήν στις 2 Μαρτίου 2005. Επιπλέον, ο EMEA πρέπει να έλαβε, στο πλαίσιο της παρούσας έρευνας, αντίγραφο των επιστολών του καταγγέλλοντος της 15ης Φεβρουαρίου και της 21ης Φεβρουαρίου 2005. Λαμβάνοντας υπόψη τα εν λόγω στοιχεία, καθώς και τις παρατηρήσεις που διατυπώθηκαν στα σημεία 2.1-2.3 ανωτέρω, ο Διαμεσολαβητής θεωρεί ότι ο EMEA δεν παρέσχε έγκυρη και επαρκή αιτιολογία για την παράλειψή του να παράσχει στον καταγγέλλοντα τις πληροφορίες που ζήτησε με τις εν λόγω επιστολές, οι οποίες σχετίζονται, εν μέρει τουλάχιστον, με το σκεπτικό των αποφάσεων του EMEA που τον απέκλεισαν από τις διαδικασίες πρόσληψης EMEA/A/194, EMEA/A/195 και EMEA/A/196. Ως εκ τούτου, η εν λόγω παράλειψη συνιστά περίπτωση κακοδιοίκησης.

3 Ισχυρισμός περί παράλειψης του EMEA να απαντήσει στις προσφυγές του καταγγέλλοντος της 15ης και της 21ης Φεβρουαρίου 2005 σχετικά με τον αποκλεισμό του από τις διαδικασίες πρόσληψης EMEA/A/194 και EMEA/A/196

3.1 Ο Διαμεσολαβητής υπενθυμίζει σχετικά, πρώτον, τη δήλωση του EMEA ότι δεν έλαβε τις εν λόγω προσφυγές. Η αλήθεια της εν λόγω δήλωσης αμφισβητήθηκε από τον καταγγέλλοντα. Στο πλαίσιο της παρούσας έρευνας, ο EMEA επανεξέτασε τις αιτήσεις του καταγγέλλοντος για τις προαναφερθείσες διαδικασίες πρόσληψης και παρέσχε μη ικανοποιητικές εξηγήσεις για την απόρριψή τους. Λαμβάνοντας υπόψη τα εν λόγω στοιχεία, τις παρατηρήσεις του στο σημείο 2.4 ανωτέρω και τη φύση των πραγματικών περιστατικών που αφορά η διαφορά (δηλαδή, κατ’ ουσία, το ζήτημα του κατά πόσον ο EMEA έλαβε ή όχι τις προσφυγές) ο Διαμεσολαβητής δεν θεωρεί αιτιολογημένη την περαιτέρω διερεύνηση του συγκεκριμένου θέματος.

ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΣΥΣΤΑΣΗΣ

Ο Διαμεσολαβητής υπενθυμίζει τις περιπτώσεις κακοδιοίκησης που διαπιστώθηκαν στα σημεία 1.16, 1.17, 1.23 και 2.4 ανωτέρω καθώς και ότι ο EMEA παρέλειψε να θεραπεύσει τις εν λόγω πλημμέλειες στο πλαίσιο της παρούσας έρευνας, παρά την αιτιολογημένη πρόταση του Διαμεσολαβητή για φιλικό διακανονισμό. Ειδικότερα, σημειώνει ότι ο EMEA δεν μπόρεσε να παράσχει έγκυρη και επαρκή αιτιολογία για την απόρριψη των αιτήσεων του καταγγέλλοντος για τις θέσεις που προκηρύχθηκαν με τις ανακοινώσεις πρόσληψης EMEA/A/194, EMEA/A/195 και EMEA/A/196, και ότι δεν φαίνεται εύλογο να δοθεί συνέχεια στο θέμα καταρτίζοντας ένα σχέδιο σύστασης σύμφωνα με την πρόταση φιλικού διακανονισμού που διατύπωσε, η οποία δεν εφαρμόσθηκε με ικανοποιητικό τρόπο από τον EMEA. Λαμβάνοντας υπόψη τη δικαιολογημένη δυσαρέσκεια που εξέφρασε ο καταγγέλλων σχετικά με τον τρόπο χειρισμού της υπόθεσής του από τον EMEA έως τώρα, ο Διαμεσολαβητής συνιστά στον EMEA να ζητήσει συγγνώμη από τον καταγγέλλοντα και να του παράσχει εύλογη αποζημίωση για την ηθική βλάβη που υπέστη ως αποτέλεσμα των περιπτώσεων κακοδιοίκησης που προσδιορίσθηκαν ανωτέρω. Η εν λόγω αποζημίωση δεν πρέπει να είναι κατώτερη των 1 000 ευρώ.

Ο καταγγέλλων θα ενημερωθεί επίσης σχετικά με το παρόν σχέδιο σύστασης. Σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 6, του καθεστώτος του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή, ο EMEA πρέπει να αποστείλει αιτιολογημένη γνώμη έως την 30ή Σεπτεμβρίου 2008. Η αιτιολογημένη γνώμη μπορεί να συνίσταται στην αποδοχή της απόφασης του Διαμεσολαβητή και στην περιγραφή των μέτρων που πρόκειται να ληφθούν για την εφαρμογή του σχεδίου σύστασής του.

Στρασβούργο, 11 Ιουνίου 2008

 

P. Nikiforos DIAMANDOUROS


(1) Απόφαση 94/262 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 9ης Μαρτίου 1994 σχετικά με το καθεστώς του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή και τους γενικούς όρους άσκησης των καθηκόντων του, Ε.Ε 1994 L 113, σ.15.

(2) ΕΕ 2004 C 193A, σελ. 1.

(3) Υπό το πρίσμα των εγγράφων που επισυνάπτονται στην καταγγελία του, φαίνεται ότι ο καταγγέλλων αναφερόταν στις ακόλουθες διαδικασίες πρόσληψης: (i) EMEA/A/194 Υπάλληλος διοίκησης, Eudra Vigilance, μονάδα για την αξιολόγηση φαρμακευτικών προϊόντων για ανθρώπινη χρήση που έπεται της χορήγησης άδειας (A*5), στο πλαίσιο της οποίας η εργασιακή πείρα σε πολύγλωσσο/πολυπολιτισμικό περιβάλλον θα αποτελούσε πλεονέκτημα· (ii) EMEA/A/195 Υπάλληλος διοίκησης, μονάδα για την αξιολόγηση φαρμακευτικών προϊόντων για ανθρώπινη χρήση που έπεται της χορήγησης άδειας (A*5), σύμφωνα με την οποία η εργασιακή πείρα σε πολύγλωσσο/πολυπολιτισμικό περιβάλλον θα αποτελούσε πλεονέκτημα· (iii) EMEA/A/196 Υπάλληλος διοίκησης, τομέας φαρμακοεπαγρύπνησης, μονάδα για την αξιολόγηση φαρμακευτικών προϊόντων για ανθρώπινη χρήση που έπεται της χορήγησης άδειας (A*5), στο πλαίσιο της οποίας η εργασιακή πείρα σε πολύγλωσσο/πολυπολιτισμικό περιβάλλον θα αποτελούσε πλεονέκτημα· (iv) EMEA/A/197 EMEA/A/196 Υπάλληλος διοίκησης, τομέας φαρμακοεπαγρύπνησης, μονάδα για την αξιολόγηση φαρμακευτικών προϊόντων για ανθρώπινη χρήση που έπεται της χορήγησης άδειας (A*6), στο πλαίσιο της οποίας η εργασιακή πείρα σε πολύγλωσσο/πολυπολιτισμικό περιβάλλον θα αποτελούσε πλεονέκτημα· (v) EMEA/A/200 Προϊστάμενος τμήματος, Ασφάλεια και Αποτελεσματικότητα (A*9), στο πλαίσιο της οποίας οι επιτυχόντες ήταν πιθανό να διαθέτουν, μεταξύ άλλων, εργασιακή πείρα σε πολυπολιτισμικό περιβάλλον και (vi) EMEA/A/202 Υπάλληλος διοίκησης, Eudra Vigilance, μονάδα για την αξιολόγηση φαρμακευτικών προϊόντων για ανθρώπινη χρήση που έπεται της χορήγησης άδειας (A*6), στο πλαίσιο της οποίας η εργασιακή πείρα σε πολύγλωσσο περιβάλλον θα αποτελούσε πλεονέκτημα.

(4) Πρβλ., για παράδειγμα, υπόθεση 39/83 Fabius κατά Επιτροπής Συλλογή [1984] σελ. 627, αιτιολογική σκέψη 7· και υπόθεση T-207/95 Ibarra Gil κατά Επιτροπής Συλλογή Υπ. Υπ. [1997] σελ. I-A-13 και σελ. II-31, αιτιολογική σκέψη 66.

(5) Επιπλέον, ο EMEA δεν αμφισβήτησε την ορθότητα της παρατήρησης που διατύπωσε ο καταγγέλλων στην προσφυγή του της 30ής Οκτωβρίου 2004, σύμφωνα με την οποία, στο πλαίσιο των διαγωνισμών που οργανώνονται από οργανισμούς της ΕΕ, η εν λόγω πείρα αποτελεί πρόσθετο προσόν και όχι βασική προϋπόθεση.

(6) Πρβλ., για παράδειγμα, υπόθεση T-101/96 Wolf κατά Επιτροπής Συλλογή Υπ. Υπ. [1997] σελ. I-A-351 και σελ. II-949, αιτιολογικές σκέψεις 64 και 68.

(7) Σχετικά, βλέπε, για παράδειγμα, την απόφαση στην καταγγελία 2539/2005/ID, σημεία 3.3-3.7 και επικριτική παρατήρηση.

(8) Πρβλ., για παράδειγμα, υπόθεση T-93/03 Κονιδάρης κατά Επιτροπής, απόφαση της 11ης Ιουλίου 2007, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη, αιτιολογικές σκέψεις 72 κ. επ.

(9) ΕΕ 2004 C 193A, σελ. 1.

(10) Στην απόφαση περάτωσης σχετικά με την καταγγελία, ο Διαμεσολαβητής θα διατυπώσει παρατήρηση σχετικά με την ορθότητα και τη σαφήνεια της αιτιολογίας που παρέσχε ο EMEA με την επιστολή του της 23ης Δεκεμβρίου 2004.

(11) Υπενθυμίζεται σχετικά ότι ο καταγγέλλων δεν φαίνεται να άσκησε προσφυγή κατά της προσβαλλόμενης απόφασης της επιτροπής επιλογής ούτε να ζήτησε λεπτομερέστερες εξηγήσεις. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι το ζήτημα της επαγγελματικής πείρας (ορισμένης διάρκειας) που αναφέρεται από τον καταγγέλλοντα πρέπει να διακρίνεται από το θέμα της συνάφειας της εν λόγω πείρας ως προς τα καθήκοντα της θέσης που πρόκειται να πληρωθεί.

(12) Η φράση εντός εισαγωγικών περιέχεται μόνον στο κείμενο της ανακοίνωσης της διαδικασίας πρόσληψης EMEA/A/196.

(13) Πρβλ., για παράδειγμα, υπόθεση T-169/89 Frederiksen κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Συλλογή [1991] σελ. II-1403, αιτιολογική σκέψη 67· και υπόθεση T-80/96 Leite Mateus κατά Συμβουλίου Συλλογή Υπ. Υπ. [1997] σελ. I-A-87 και σελ. II-259, αιτιολογική σκέψη 27.

(14) Υπόθεση T-158/89 Van Hecken κατά Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής Συλλογή [1991] σελ. II-1341.

(15) Βλέπε προαναφερθείσα υπόθεση T-158/89 Van Hecken κατά Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής. Στη εν λόγω υπόθεση, το Δικαστήριο αξιολόγησε κατά πόσον ορισμένα «συμπληρωματικά κριτήρια» για την αποδοχή υποψηφίων, τα οποία θεσπίσθηκαν και εφαρμόσθηκαν από την εξεταστική επιτροπή, ήταν πρόσθετα των απαιτούμενων από την ανακοίνωση του διαγωνισμού ή κατά πόσον καθόριζαν απλώς το πεδίο εφαρμογής τους. Το Δικαστήριο έκρινε ότι τα εν λόγω κριτήρια ήταν στην πραγματικότητα πρόσθετα και, ως εκ τούτου, ακύρωσε την απόφαση αποκλεισμού του αιτούντος από τον διαγωνισμό.

(16) Συγκεκριμένα, τα εξής: «υπο στήριξη όλων των δραστηριοτήτων που σχετίζονται με την ηλεκτρονική διαβίβαση και διαχείριση εκθέσεων σχετικά με την ασφάλεια οι οποίες αφορούν μεμονωμένες περιπτώσεις (ICSR) στο πλαίσιο του σχεδίου βάσης δεδομένων του EudraVigilance· υποστήριξη του αρμόδιου για το σχέδιο υπαλλήλου του EMEA στη διαχείριση του σχεδίου EudraVigilance· υποστήριξη της ηλεκτρονικής ανταλλαγής δεδομένων φαρμακοεπαγρύπνησης μέσω του υπάρχοντος δικτύου επεξεργασίας δεδομένων σε συνεργασία με τους βοηθούς διοίκησης· καθημερινή διαχείριση των εκδοθεισών εκθέσεων για την αρνητική αντίδραση στα φάρμακα σε συνεργασία με τους βοηθούς διοίκησης· διαχείριση και συντήρηση της βάσης δεδομένων του EudraVigilance· διπλή ανίχνευση και διαχείριση σε συνεργασία με τους αναπληρωτές βοηθούς διοίκησης· διενέργεια συγκεκριμένων επιστημονικών και διοικητικών ερωτήσεων στη βάση δεδομένων και κατάρτιση στατιστικών και ανακοίνωση των αποτελεσμάτων στις επιστημονικές επιτροπές του EMEA και στις συναφείς ομάδες εργασίας· υποστήριξη της εφαρμογής και της χρήσης του Ιατρικού Λεξικού για κανονιστικές δραστηριότητες (MedDRA) στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών δραστηριοτήτων φαρμακοεπαγρύπνησης· οργάνωση συνεδριάσεων σχετικών με την υλοποίηση της ηλεκτρονικής διαβίβασης των ICSR, συμπεριλαμβανομένης της εκπόνησης ημερήσιας διάταξης και πρακτικών· προετοιμασία και υποστήριξη μαθημάτων κατάρτισης για ρυθμιστικούς φορείς και για τη φαρμακευτική βιομηχανία· εκπόνηση και υποστήριξη τεχνικής τεκμηρίωσης, τυποποιημένων διαδικασιών λειτουργίας και εγγράφων καθοδήγησης· σύνδεση με τη φαρμακευτική βιομηχανία και τις αρμόδιες αρχές όσον αφορά όλες τις πτυχές της ηλεκτρονικής διαβίβασης δεδομένων φαρμακοεπαγρύπνησης».

(17) Συγκεκριμένα, τα εξής: «διενέργεια ανίχνευσης σήματος ασφάλειας σε προϊόντα εγκεκριμένα στο πλαίσιο της κεντρικής διαδικασίας μέσω της επισκόπησης όλων των συναφών πληροφοριών που παρέχουν οι εταιρείες και οι αρχές των κρατών μελών, με κατάλληλη σύνδεση με τους εισηγητές που διορίζονται από τις επιστημονικές επιτροπές του EMEA· χρήση συστημάτων πληροφορικής συναφών προς τον τομέα της φαρμακοεπαγρύπνησης, συμπεριλαμβανομένης της βάσης δεδομένων EudraVigilance· παροχή συμβουλών σε άλλα μέλη του προσωπικού και εισηγητές του EMEA σχετικά με τις κανονιστικές διαδικασίες που ισχύουν για την εκτέλεση της φαρμακοεπαγρύπνησης σε κοινοτικό επίπεδο· υποστήριξη της χρήσης του Ιατρικού Λεξικού για κανονιστικές δραστηριότητες (MedDRA) στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών δραστηριοτήτων φαρμακοεπαγρύπνησης· συμμετοχή στην οργάνωση συνεδριάσεων σχετικά με την φαρμακοεπαγρύπνηση, ιδίως στον τομέα της ανίχνευσης σήματος· εκπόνηση τεχνικής τεκμηρίωσης, τυποποιημένων διαδικασιών λειτουργίας και εγγράφων καθοδήγησης· σύνδεση με τη φαρμακευτική βιομηχανία και τις αρμόδιες αρχές όσον αφορά όλες τις πτυχές της φαρμακοεπαγρύπνησης».

(18) Βλέπε, για παράδειγμα, υπόθεση C-266/05 P Sison κατά Συμβουλίου, απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 2007, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη, αιτιολογική σκέψη 80, η οποία παραπέμπει στην υπόθεση C-367/95 P Επιτροπή κατά Sytraval και Brink's France Συλλογή [1998] σελ. I-1719, αιτιολογική σκέψη 63.

(19) Πρβλ. υπόθεση T-110/96 Bareth κατά Επιτροπής των Περιφερειών Συλλογή Υπ. Υπ. [1997] σελ. I-A-435 και σελ. II-1163, αιτιολογική σκέψη 46.

(20) Βλέπε, για παράδειγμα, υπόθεση T-173/99 Elkaïm και Mazuel κατά Επιτροπής Συλλογή Υπ. Υπ. [2000] σελ. I-A-101 και σελ. II-433, αιτιολογική σκέψη 87.

(21) ΕΕ 2001 L 8, σελ. 1.