You have a complaint against an EU institution or body?

Available languages: 
  • Ελληνικά

Απόφαση του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή επί της καταγγελίας 705/2000/OV κατά του CEDEFOP (Ευρωπαϊκού Κέντρου για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης)


Στρασβούργο, 24 Αύγουστος 2001

Αγαπητέ κ. Θ.,

Στις 25 Μαΐου 2000 καταθέσατε καταγγελία υπόψη του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή εξ ονόματος της κ. Μ. (στο εξής «η καταγγέλλουσα»), σχετικά με υποτιθέμενες διακρίσεις και άδικη μεταχείριση κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας πλήρωσης της θέσης πολύγλωσσης τηλεφωνήτριας στα γραφεία του CEDEFOP στη Θεσσαλονίκη.

Στις 16 Ιουνίου 2000 διαβίβασα την καταγγελία στον Διευθυντή του CEDEFOP. Στις 7 Ιουλίου 2000 απέστειλα συμπληρωματική επιστολή στο CEDEFOP ζητώντας από το εν λόγω όργανο να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του και επί ενός άλλου ισχυρισμού. Το CEDEFOP απέστειλε την απάντησή του, στην αγγλική γλώσσα, στις 27 Ιουλίου 2000. Στις 22 Νοεμβρίου 2000 έλαβα τις παρατηρήσεις σας επί των απόψεων του CEDEFOP.

Με την παρούσα επιθυμώ να σας γνωρίσω τα αποτελέσματα των ερευνών που διεξήχθησαν στο μεταξύ.


Η ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ

Σύμφωνα με την καταγγέλλουσα, τα γεγονότα έχουν ως εξής:

Η καταγγέλλουσα συμμετείχε σε διαδικασία πρόσληψης πολύγλωσσης τηλεφωνήτριας που προκήρυξε το CEDEFOP στις αρχές του 2000. Στην σχετική αγγελία χρησιμοποιήθηκαν οι όροι «τηλεφωνήτρια»και «υποψήφιες» που, σε ό,τι αφορά την αγγλική γλώσσα, αντιστοιχούν στους όρους �female switchboard operator� και �female candidates�. Η καταγγέλλουσα παρατηρεί ότι αυτός ο περιορισμός αντιβαίνει τόσο στην κοινοτική όσο και στην ελληνική νομοθεσία. Οι γραπτές εξετάσεις πραγματοποιήθηκαν στις 27 Μαρτίου 2000 και, παρά την αγγελία, συμμετείχε σε αυτές και ένας άνδρας.

Στα τελικά αποτελέσματα η καταγγέλλουσα ήρθε πρώτη στις γραπτές δοκιμασίες ενώ ο άρρην υποψήφιος αναδείχθηκε πρώτος στις προφορικές. Εν τούτοις, προσελήφθη τελικώς ο άρρην υποψήφιος.

Σύμφωνα με την καταγγέλλουσα, η αξιολόγηση των υποψηφίων εκ μέρους του CEDEFOP έγινε με αυθαίρετο και άδικο τρόπο: ο υποψήφιος που τελικώς προσελήφθη στη θέση έλαβε εξαιρετικά χαμηλή βαθμολογία στις γραπτές δοκιμασίες (2/10 στα γαλλικά και 0/10 στα αγγλικά). Η καταγγέλλουσα παρατηρεί ότι είναι απαράδεκτο να προσλαμβάνεται κάποιος ο οποίος έλαβε τόσο χαμηλή βαθμολογία στις γραπτές εξετάσεις στην αγγλική και γαλλική γλώσσα, δεδομένου ότι η γλωσσομάθεια αποτελούσε τη βασική απαίτηση για την πρόσληψη σε αυτή τη θέση.

Σε ό,τι αφορά το μέρος των εξετάσεων για την αποτίμηση της ήδη κτηθείσας επαγγελματικής πείρας των υποψηφίων, η καταγγέλλουσα έλαβε μόνον 4/20 παρά την πληθώρα συστατικών επιστολών που είχε επισυνάψει στην αίτησή της και την εμπειρία της ως επίσημης μεταφράστριας διαφόρων ιδιωτικών εταιρειών. Επιπλέον, κατά τις προφορικές εξετάσεις, οι ερωτήσεις που ετέθησαν ήσαν, κατά την κρίση της καταγγέλλουσας, άσχετες προς την θέση (όπως π.χ. ποια ταινία έχει δει προσφάτως).

Επιπροσθέτως, η καταγγέλλουσα επισημαίνει σωρεία απροσεξιών, όπως λ.χ. η αναγραφόμενη ημερομηνία στα αποτελέσματα των εξετάσεων που της κοινοποιήθηκαν και η οποία ήταν η 14η Μαρτίου 2000, ήτοι 13 ημέρες πριν από τη διεξαγωγή των εξετάσεων. Σύμφωνα πάντα με την καταγγέλλουσα, οι εξηγήσεις που έδωσε το CEDEFOP στις ερωτήσεις της σχετικά με τα τελικά αποτελέσματα των εξετάσεων δεν ήσαν ικανοποιητικές. Ισχυρίζεται επίσης ότι στις τηλεφωνικές επικοινωνίες που είχε με υπαλλήλους του CEDEFOP αντιμετώπισε πολύ εχθρική συμπεριφορά και ότι οι εν λόγω υπάλληλοι επέμεναν ότι θα πρέπει να πάψει να αναμοχλεύει την υπόθεση. Στις 10 Μαΐου 2000 η καταγγέλλουσα απέστειλε εξώδική δήλωση προς το CEDEFOP αλλά δεν έλαβε ποτέ απάντηση.

Η καταγγέλλουσα αναφέρει, τέλος, ότι σε επικοινωνία που είχε με την κεντρική υπηρεσία του CEDEFOP στις Βρυξέλλες της διεμήνυσαν ότι, εξαιτίας της συμπεριφοράς της, έχει συμπεριληφθεί σε ανεπίσημη μαύρη λίστα με όλους όσους έχουν προσφύγει κατά των κοινοτικών οργάνων, με αποτέλεσμα να μην μπορέσει να προσληφθεί σε κανένα θεσμικό όργανο της ΕΕ στο μέλλον.

Κατά συνέπεια, η καταγγέλλουσα απευθύνθηκε γραπτώς στον Διαμεσολαβητή, στις 25 Μαΐου 2000, και διατύπωσε τις κάτωθι αιτιάσεις:

  1. Στην αγγελία χρησιμοποιήθηκαν οι όροι «τηλεφωνήτρια»και «υποψήφιες» που, σε ό,τι αφορά την αγγλική γλώσσα, αντιστοιχούν στους όρους �female switchboard operator� και �female candidates�. Τούτο αντιβαίνει τόσο στην κοινοτική όσο και στην ελληνική νομοθεσία, βάσει της οποίας απαγορεύεται οιαδήποτε διάκριση λόγω φύλου.
  2. Η αξιολόγηση των υποψηφίων εκ μέρους του CEDEFOP έγινε με αυθαίρετο και άδικο τρόπο: ο υποψήφιος που τελικώς επελέγη για τη θέση έλαβε εξαιρετικά χαμηλή βαθμολογία στις γραπτές δοκιμασίες (2/10 στα γαλλικά και 0/10 στα αγγλικά), ενώ η καταγγέλλουσα πρώτευσε. Σε ό,τι αφορά την αποτίμηση της προηγούμενης επαγγελματικής πείρας των υποψηφίων, η καταγγέλλουσα έλαβε μόνον 4/20 παρά την πληθώρα συστατικών επιστολών που είχε επισυνάψει στην αίτησή της και την εμπειρία της ως επίσημης μεταφράστριας διαφόρων ιδιωτικών εταιρειών.
  3. Κατά τις προφορικές εξετάσεις, οι ερωτήσεις που ετέθησαν ήσαν, κατά την κρίση της καταγγέλλουσας, άσχετες προς την θέση.
  4. Το CEDEFOP δεν έδωσε ικανοποιητικές εξηγήσεις στις ερωτήσεις της καταγγέλλουσας σχετικά με τα τελικά αποτελέσματα των εξετάσεων και δεν απάντησε ποτέ στην εξώδική δήλωση που η ίδια απέστειλε στις 10 Μαΐου 2000.

Στις 7 Ιουλίου 2000, ο Διαμεσολαβητής απέστειλε συμπληρωματική επιστολή στο CEDEFOP ζητώντας του να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του και επί μιας πέμπτης αιτιάσεως, ότι δηλαδή η κοινοποίηση των αποτελεσμάτων του διαγωνισμού έφερε ως ημερομηνία 14 Μαρτίου 2000, ήτοι 13 ημέρες πριν από την πραγματική διεξαγωγή των εξετάσεων.

Η ΕΡΕΥΝΑ

Η γνώμη του CEDEFOP

Το CEDEFOP επιβεβαιώνει ότι πράγματι η αγγελία αναφερόταν σε θέση τηλεφωνήτριας αλλά ότι πρόκειται για λάθος της γραμματείας Διοίκησης του οργάνου. Παρατηρεί ωστόσο ότι είναι σαφώς εύκολο να διαπράξει κανείς παρόμοιο λάθος διότι στα ελληνικά, για τη συγκεκριμένη αυτή λέξη, μόνον η αλλαγή της κατάληξης υποδεικνύει το φύλο του προσώπου αναφοράς (τηλεφωνητής/τηλεφωνήτρια). Το CEDEFOP εξηγεί επίσης ότι, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι, προ της προκηρύξεως, το Κέντρο απασχολούσε δύο τηλεφωνήτριες, το λάθος οφείλεται σε παραδρομή και δεν συνιστά επ'ουδενί προϊόν εσκεμμένης ενέργειας. Δεδομένου μάλιστα ότι αυτή η περιγραφή παραβίαζε τόσο το κοινοτικό όσο και το ελληνικό δίκαιο, το CEDEFOP ήταν υποχρεωμένο να δεχθεί και άρρενες υποψηφίους στον διαγωνισμό.

Το CEDEFOP αναφέρει ότι από τους 41 υποψηφίους, 12 έγιναν δεκτοί στις γραπτές εξετάσεις που περιελάμβαναν υπαγόρευση κειμένου στην ελληνική, αγγλική και γαλλική γλώσσα (ανώτατη βαθμολογία 10 βαθμοί ανά γλώσσα = 30 βαθμοί) ενώ η προφορική εξέταση εβαθμολογείτο με 125 βαθμούς, με δυνατότητα πρόσθετης βαθμολόγησης για ομιλούμενες γλώσσες πέραν της ελληνικής, της αγγλικής και της γαλλικής. Οι γραπτές εξετάσεις αφορούσαν τις γλωσσικές ικανότητες των υποψηφίων, τις γνώσεις χειρισμού Η/Υ και την ευκολία συνεννόησης στις ομιλούμενες γλώσσες. Εξάλλου, κατά την προφορική εξέταση, η βαρύτητα δόθηκε στις πρακτικές απαιτήσεις μιας θέσης τηλεφωνητή/τηλεφωνήτριας που θα πρέπει 1) να είναι σε θέση να επικοινωνεί αποτελεσματικά σε όσο το δυνατόν περισσότερες γλώσσες, και οπωσδήποτε στα ελληνικά, αγγλικά και γαλλικά, 2) να εκφράζεται με ήρεμο και διπλωματικό τρόπο κατά τις τηλεφωνικές συνομιλίες και 3) να διαθέτει επαγγελματική εμπειρία σχετική με τη θέση.

Σύμφωνα με το CEDEFOP, στην προφορική εξέταση όλοι οι υποψήφιοι κλήθηκαν, εκτός από το να απαντήσουν σε 5 στερεότυπες ερωτήσεις, να μιλήσουν για τα ενδιαφέροντά τους (κινηματογράφο, λογοτεχνία, αθλητισμό) σε γλώσσες άλλες πέραν της μητρικής τους. Το CEDEFOP υπογραμμίζει ότι η θέση του τηλεφωνητή/τηλεφωνήτριας σε έναν πολυπολιτισμικό οργανισμό προϋποθέτει την ικανότητα κατανόησης και επικοινωνίας με ευκολία σε όσο το δυνατόν περισσότερες γλώσσες καθώς επίσης και έναν διπλωματικό και ευγενικό τρόπο αντιμετώπισης των κλήσεων.

Με την ολοκλήρωση των εξετάσεων, οι βαθμολογίες του επιτυχόντος και της καταγγέλλουσας ήταν 132/155 και 82,5/155 αντιστοίχως. Το CEDEFOP αναφέρει επίσης ότι υπάρχουν άλλες δύο υποψήφιες (με βαθμολογίες 120/155 και 115,5/155) που θεωρούνται επιλαχούσες του διαγωνισμού και θα ληφθούν υπόψη σε περίπτωση κενής θέσης στο μέλλον. Μία εξ αυτών είχε συμμετάσχει σε προηγούμενο διαγωνισμό και είχε υποβάλει καταγγελία στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή. Εν τούτοις, το Κέντρο δεν υιοθέτησε εχθρική ή εκδικητική στάση απέναντί της αλλά, αντιθέτως, την καταχώρησε ως τρίτη επιλαχούσα για μια θέση τηλεφωνήτριας. Το γεγονός αυτό αναφέρεται από το CEDEFOP ως απάντηση στις αιτιάσεις της καταγγέλλουσας για μη φιλική και αλαζονική συμπεριφορά έναντι των υποψηφίων.

Το CEDEFOP παρατηρεί ότι η εμπειρία σε διάφορους κοινοτικούς οργανισμούς έχει καταδείξει ότι πολλά άτομα μπορούν να επικοινωνήσουν προφορικά με πολύ αποτελεσματικό τρόπο, και δη σε πολλές γλώσσες, χωρίς να χειρίζονται απαραιτήτως το ίδιο καλά τις γλώσσες που ομιλούν στον γραπτό λόγο. Ως προς τη μηδενική βαθμολογία του επιτυχόντος στις γραπτές εξετάσεις, το CEDEFOP δηλώνει ότι κατά τη βαθμολόγηση των εν λόγω εξετάσεων μηδενιζόταν οποιαδήποτε ανορθογραφία, ανεξαρτήτως της βαρύτητας του ορθογραφικού λάθους.

Το CEDEFOP παρατηρεί ότι η συγκεκριμένη θέση προϋποθέτει κυρίως προφορικές ικανότητες σε όσο το δυνατόν περισσότερες γλώσσες σε συνδυασμό με ευχάριστη και ήρεμη συμπεριφορά. Σε αυτή την περίπτωση η συνέντευξη με τον επιτυχόντα υπήρξε πολύ πιο ικανοποιητική από ό,τι με την καταγγέλλουσα. Η συνέντευξη με την τελευταία οδήγησαν τα μέλη της εξεταστικής επιτροπής στο ομόφωνο συμπέρασμα ότι α) γνωρίζει καλά την αγγλική και γαλλική, πέραν της μητρικής της, β) όλη η προηγούμενη επαγγελματικής εμπειρία περιοριζόταν σε ιδιωτικές εταιρείες αποκλειστικά ως μεταφράστρια, γ) ο έντονος και κατηγορηματικός της τρόπος θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελέσει μειονέκτημα για την εν λόγω θέση και δ) ότι κύριος στόχος της � όπως και η ίδια παραδέχθηκε κατά τη διάρκεια της συνέντευξης � είναι να γίνει μεταφράστρια στο Κέντρο, γεγονός που δημιουργεί αμφιβολίες για τα κίνητρα της καταγγέλλουσας όσον αφορά τη συγκεκριμένη θέση. Η συνέντευξη με τον επιτυχόντα κατέδειξε ότι α) ούτος ομιλεί πολύ καλά τη γαλλική, την αγγλική και την ιταλική, πέραν της μητρικής του, β) ομιλεί καλώς ισπανικά και επαρκώς γερμανικά, γ) έχει εργασθεί σε κοινοτικά θεσμικά όργανα από το 1991 έως το 1995 όπου απέκτησε εμπειρία στην αντιμετώπιση καταστάσεων ανάλογων με εκείνες που απαιτεί η θέση και δ) χαρακτηρίζεται από διακριτικότητα και διπλωματική συμπεριφορά, κατάλληλη για τη συγκεκριμένη θέση.

Σε ό,τι αφορά την ημερομηνία του εγγράφου με το οποίο κοινοποιήθηκαν τα αποτελέσματα στην καταγγέλλουσα, το CEDEFOP δηλώνει ότι οφείλεται σε προβλήματα ηλεκτρονικού υπολογιστή. Στις 14 Μαρτίου 2000 η Διοίκηση διαβίβασε στην εξεταστική επιτροπή τα κενά περιεχομένου πρότυπα έγγραφα προκειμένου να συμπληρωθούν με τις βαθμολογίες των υποψηφίων. Μετά τη συμπλήρωσή τους με τις τελικές βαθμολογίες, τα εν λόγω έγγραφα επεστράφησαν στη Διοίκηση με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο αλλά ο Η/Υ δεν διέγραψε την ημερομηνία στο διορθωμένο έγγραφο.

Το CEDEFOP αναφέρει, τέλος, ότι τόσο ο Προϊστάμενος Διοίκησης του Κέντρου όσο και ο πρόεδρος της εξεταστικής επιτροπής δέχθηκαν την καταγγέλλουσα με την προσήκουσα ευγένεια και κατανόηση και της εξήγησαν τους λόγους της μη επιτυχίας της με ήρεμο τρόπο. Το CEDEFOP αναφέρεται στο «σημείωμα για τον φάκελο» που επιβεβαιώνει την αλληλουχία των γεγονότων. Το γεγονός απλώς και μόνον ότι η καταγγέλλουσα, υπό αυτές τις συνθήκες, έλαβε από τη Διοίκηση έγγραφα που αφορούσαν στα πλήρη αποτελέσματα του διαγωνισμού (και όχι μόνον τη δική της βαθμολογία) αποδεικνύει ότι πρόθεση του CEDEFOP δεν ήταν να αποκρύψει οτιδήποτε αλλά να εξηγήσει με ειλικρινή και ανοιχτό τρόπο οτιδήποτε θα μπορούσε να αφήσει αμφιβολίες στους μη επιτυχόντες υποψηφίους. Το CEDEFOP απορρίπτει τον ισχυρισμό ότι η καταγγέλλουσα έχει περιληφθεί σε μαύρη λίστα.

Το CEDEFOP αναφέρεται επίσης σε παρεμβάσεις, πριν από τις εξετάσεις, δύο ελληνικών υπουργείων καθώς και του Ιδιαίτερου Γραφείου της Επιτρόπου κ. Διαμαντοπούλου με σκοπό να επισύρουν την προσοχή της Διοίκησης στην αίτηση της καταγγέλλουσας. Παρόμοιες παρεμβάσεις έλαβαν επίσης χώρα και μετά την ολοκλήρωση του διαγωνισμού και την κοινοποίηση των αποτελεσμάτων.

Το CEDEFOP εκφράζει τη λύπη του για τις παραλείψεις που οδήγησαν σε ανακριβή περιγραφή της θέσης στην αγγελία στον τύπο και στο λάθος στην ημερομηνία της κοινοποίησης των αποτελεσμάτων.

Οι παρατηρήσεις της καταγγέλλουσας

Η καταγγέλλουσα εμμένει στην καταγγελία της. Παρατηρεί ότι το λάθος στην προκήρυξη της θέσης θα μπορούσε εύκολα να είχε διορθωθεί με την δημοσίευση νέας αγγελίας και ότι, σε οποιαδήποτε περίπτωση, ένας οργανισμός σαν το CEDEFOP δεν πρέπει να υποπίπτει σε τέτοια λάθη. Η καταγγέλλουσα παρατηρεί το ίδιο σε σχέση με τη λανθασμένη ημερομηνία του εγγράφου κοινοποίησης των αποτελεσμάτων που το CEDEFOP χαρακτήρισε επίσης ως λάθος.

Η καταγγέλλουσα παρατηρεί επίσης ότι εάν οι γραπτές εξετάσεις δεν θεωρούνται τόσο σημαντικές όσο οι προφορικές από το CEDEFOP, τότε δεν θα έπρεπε να διοργανωθούν. Η καταγγέλλουσα επισημαίνει ότι ο μοναδικός υποψήφιος που απέτυχε στις γραπτές εξετάσεις επελέγη τελικώς για τη θέση.

Η καταγγέλλουσα δηλώνει ότι το CEDEFOP είναι ευρωπαϊκό όργανο και θα έπρεπε να είναι αντικειμενικό και να τηρεί το νόμο. Συνεπώς, δεν πρέπει να προβάλει ως επιχείρημα αμεροληψίας και ορθής συμπεριφοράς το γεγονός ότι μεταχειρίσθηκε ισότιμα άτομο που είχε υποβάλει στο παρελθόν καταγγελία στον Διαμεσολαβητή.

Η καταγγέλλουσα συμπεραίνει ότι δεν είναι ικανοποιημένη ή πεπεισμένη από τις εξηγήσεις του CEDEFOP.

ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΕΡΕΥΝΕΣ

Στις 11 Ιουλίου 2001, το γραφείο του Διαμεσολαβητή ήλθε σε τηλεφωνική επαφή με την καταγγέλλουσα ζητώντας αντίγραφο της ανακοίνωσης του διαγωνισμού. Η τελευταία απάντησε ότι το μόνο σχετικό κείμενο που έχει στη διάθεσή της ήταν η μικρή αγγελία της εφημερίδας. Την ίδια ημέρα το γραφείο του Διαμεσολαβητή επικοινώνησε επίσης με τον κ. John Young, πρόεδρο της εξεταστικής επιτροπής του εν λόγω διαγωνισμού διατυπώνοντας το ίδιο αίτημα. Η ανακοίνωση που διέθετε το CEDEFOP ήταν πράγματι η αγγελία της εφημερίδας.

Η ΑΠΟΦΑΣΗ

1 Η υποτιθέμενη διάκριση στην προκήρυξη της θέσης

1.1 Η καταγγέλλουσα ισχυρίζεται ότι στην προκήρυξη της θέσης οι όροι "τηλεφωνήτρια" και "υποψήφιες" χρησιμοποιήθηκαν ως αντίστοιχοι όροι για τους αγγλικούς όρους �female switchboard operator� και �female candidates�. Τούτο αντιβαίνει τις διατάξεις τόσο του κοινοτικού όσο και του ελληνικού δικαίου που απαγορεύει οιαδήποτε διάκριση βάσει του φύλου.

1.2 Το CEDEFOP επιβεβαιώνει ότι η δημοσίευση της θέσης στις τοπικές εφημερίδες αναφερόταν πράγματι σε τηλεφωνήτρια, αλλά εξήγησε ότι τούτο οφείλεται σε λάθος της γραμματείας του. Παρατηρεί ωστόσο ότι είναι σαφώς εύκολο να διαπράξει κανείς παρόμοιο λάθος διότι στα ελληνικά, για τη συγκεκριμένη αυτή λέξη, μόνον η αλλαγή της κατάληξης υποδεικνύει το φύλο του προσώπου αναφοράς (τηλεφωνητής/τηλεφωνήτρια). Το CEDEFOP εξηγεί επίσης ότι, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι, προ της προκηρύξεως, το Κέντρο απασχολούσε δύο τηλεφωνήτριες, το λάθος οφείλεται σε παραδρομή και δεν συνιστά επ'ουδενί προϊόν εσκεμμένης ενέργειας. Το CEDEFOP εκφράζει τη λύπη του διότι το εν λόγω λάθος οδήγησε σε ανακριβή περιγραφή της θέσης όπως δημοσιεύθηκε στον τύπο.

1.3 Ο Διαμεσολαβητής παρατηρεί ότι το άρθρο 27 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως προβλέπει ότι οι μόνιμοι υπάλληλοι επιλέγονται αδιακρίτως φυλής, θρησκείας ή φύλου. Κατά συνέπεια, οι ανακοινώσεις των διαδικασιών πρόσληψης που διοργανώνουν τα κοινοτικά θεσμικά όργανα και οι κοινοτικοί οργανισμοί δεν πρέπει να περιλαμβάνουν αναφορά στο φύλο.

1.4. Στην παρούσα περίπτωση, στην ανακοίνωση της θέσης γίνεται αναφορά σε �female switchboard operator� (τηλεφωνήτρια) και σε �female candidates� (υποψήφιες). Φαίνεται λοιπόν ότι το CEDEFOP παραβίασε την αρχή της μη διάκρισης. Ακόμη και αν στη γνώμη του εκφράζει τη λύπη του για αυτό το λάθος, φαίνεται ότι το CEDEFOP δεν διόρθωσε το λάθος δημοσιεύοντας νέα αγγελία. Παρά το γεγονός ότι αυτός που τελικώς προσελήφθη είναι άνδρας, η προκήρυξη της θέσης άφηνε να εννοηθεί ότι μόνον γυναίκες νομιμοποιούνταν να υποβάλουν αίτηση για αυτή τη θέση. Τούτο αποτελεί περίπτωση κακοδιοίκησης και ο Διαμεσολαβητής διατυπώνει σχετικές επικρίσεις κατωτέρω.

2 Η υποτιθέμενη αυθαίρετη και άδικη αξιολόγηση των υποψηφίων

2.1 Η καταγγέλλουσα ισχυρίζεται ότι η αξιολόγηση των υποψηφίων εκ μέρους του CEDEFOP υπήρξε αυθαίρετη και άδικη: ο υποψήφιος που τελικώς προσελήφθη στη θέση έλαβε εξαιρετικά χαμηλή βαθμολογία στις γραπτές δοκιμασίες (2/10 στα γαλλικά και 0/10 στα αγγλικά), ενώ η καταγγέλλουσα κατέλαβε την πρώτη θέση στις γραπτές εξετάσεις. Σε ό,τι αφορά την αποτίμηση της προηγούμενης επαγγελματικής πείρας των υποψηφίων, η καταγγέλλουσα έλαβε μόνον 4/20 παρά την πληθώρα συστατικών επιστολών που είχε στο φάκελο της και την εμπειρία της ως επίσημης μεταφράστριας διαφόρων ιδιωτικών εταιρειών.

2.2 Το CEDEFOP παρατηρεί ότι οι γραπτές εξετάσεις βαθμολογήθηκαν με άριστα το 30 οι δε προφορικές με άριστα το 125. Δηλώνει επίσης ότι η βαρύτητα δόθηκε στο προφορικό σκέλος των εξετάσεων λόγω των πρακτικών απαιτήσεων μιας θέσης τηλεφωνητή/τηλεφωνήτριας. Σε ό,τι αφορά τις γραπτές εξετάσεις, το CEDEFOP παρατηρεί ότι για τη δοκιμασία της υπαγόρευσης προβλεπόταν μηδενική βαθμολογία για οποιαδήποτε ανορθογραφία, ανεξαρτήτως της βαρύτητας του ορθογραφικού λάθος. Το CEDEFOP εξηγεί επίσης τους λόγους για τους οποίους η εξεταστική επιτροπή οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι ο επιτυχών είναι καλύτερος από την καταγγέλλουσα, σε ότι αφορά τη γλώσσα, τη δέουσα επαγγελματική πείρα, τα κίνητρα και την καταλληλότητα για τη θέση.

2.3 Από το έγγραφο της τελικής βαθμολογίας των υποψηφίων, ο Διαμεσολαβητής επισημαίνει ότι από τη πιθανή συνολική βαθμολογία των 155 βαθμών, 30 βαθμοί αφορούν τις δοκιμασίες υπαγόρευσης στα ελληνικά, γαλλικά και αγγλικά αντιστοίχως (10 για κάθε γλώσσα) και 125 βαθμοί αφορούν την προφορική δοκιμασία με 20, 40, 20, 45 και 5 βαθμούς για τις 5 στερεότυπες ερωτήσεις, τη γενική εικόνα, την επαγγελματική εμπειρία, τις γλωσσικές ικανότητες και τις πρόσθετες γλώσσες των υποψηφίων αντιστοίχως. Φαίνεται ως εκ τούτου ότι οι προφορικές δοκιμασίες υπήρξαν κατά πολύ σημαντικότερες για την αξιολόγηση των υποψηφίων. Πράγματι αντιστοιχούν στο 80% περίπου της αξιολόγησης, ενώ οι γραπτές εξετάσεις αντιστοιχούν μόνο σε ένα 20% περίπου της αξιολόγησης.

2.4 Η καταγγέλλουσα έλαβε 18/30 στη δοκιμασία της υπαγόρευσης και 64,5/125 στην προφορική δοκιμασία, ενώ ο επιτυχών έλαβε 9/30 στην υπαγόρευση και 123/125 στην προφορική δοκιμασία. Ακόμη και αν η καταγγέλλουσα είχε λάβει τον καλύτερο βαθμό στις γραπτές εξετάσεις, φαίνεται ότι 6 στους 10 υποψηφίους, μεταξύ των οποίων και αυτός που επελέγη τελικώς έλαβαν καλύτερη βαθμολογία τόσο στις προφορικές εξετάσεις όσο και στην τελική αξιολόγηση.

2.5 Κατά συνέπεια, δεν φαίνεται δικαιολογημένος ο ισχυρισμός της καταγγέλλουσας ότι η αξιολόγηση της εξεταστικής επιτροπής ήταν αυθαίρετη και άδικη. Επομένως, δεν διαπιστώνεται περίπτωση κακοδιοίκηση σε ότι αφορά τη συγκεκριμένη αυτή πτυχή της υπόθεσης.

3 O ισχυρισμός περί άσχετων ερωτήσεων στις προφορικές εξετάσεις

3.1 Η καταγγέλλουσα ισχυρίζεται ότι στις προφορικές εξετάσεις αξιολογήθηκε βάσει ερωτήσεων άσχετων προς τη θέση και όχι βάσει των προβλεπόμενων από τους όρους του διαγωνισμού ερωτήσεων. Ως παράδειγμα αναφέρει ερώτηση σχετικά με το ποιο κινηματογραφικό έργο παρακολούθησε τελευταία. Το CEDEFOP παρατηρεί ότι, κατά τις προφορικές εξετάσεις, όλοι οι υποψήφιοι εκλήθησαν, πέραν του να απαντήσουν σε 5 στερεότυπες ερωτήσεις, να μιλήσουν για τα ενδιαφέροντά τους (κινηματογράφος, λογοτεχνία, αθλητισμός) σε άλλες γλώσσες εκτός της μητρικής τους.

3.2 Από το έγγραφα του φακέλου που αφορούν τις προφορικές εξετάσεις, φαίνεται ότι όλοι οι υποψήφιοι εκλήθησαν καταρχήν να απαντήσουν σε 5 στερεότυπες ερωτήσεις, εκ των οποίων η μία αφορούσε το λόγο για τον οποίο υπέβαλλαν αίτηση για αυτή τη θέση, μία αφορούσα τις ονομασίες των κοινοτικών θεσμικών οργάνων και τρεις ερωτήσεις αφορούσαν μια υποθετική κατάσταση τηλεφωνικής κλήσης στο Κέντρο (20 βαθμοί). Στη συνέχεια οι υποψήφιοι ερωτήθησαν για την επαγγελματική τους πείρα (20 βαθμοί). Τέλος, οι υποψήφιοι αξιολογήθηκαν για την γενική τους εικόνα (40 βαθμοί) βάσει ερωτήσεων για τη γενική τους κουλτούρα και ενδιαφέροντα. Φαίνεται κατά συνέπεια ότι η εξεταστική επιτροπή είχε δικαίωμα να υποβάλλει ερωτήσεις για τα ενδιαφέροντα της καταγγέλλουσας, όπως π.χ. ο κινηματογράφος. Δεν διαπιστώνεται ως εκ τούτου κακοδιοίκηση σε ότι αφορά τη συγκεκριμένη αυτή πτυχή της υπόθεσης.

4 Ο ισχυρισμός περί ανεπαρκών απαντήσεων

4.1 Η καταγγέλλουσα ισχυρίζεται ότι το CEDEFOP δεν απήντησε κατά τρόπο ικανοποιητικό στις ερωτήσεις της για τα τελικά αποτελέσματα του διαγωνισμού, ενώ δεν απάντησε ποτέ στην εξώδικη δήλωσή της της 10ης Μαΐου 2000. Το CEDEFOP εξηγεί στη γνώμη του τους λόγους για τους οποίους χορηγήθηκε η αντίστοιχη βαθμολογία στην καταγγέλλουσα και στον επιτυχόντα, σε ότι αφορά την μη απάντηση στην εξώδικη δήλωση, το CEDEFOP δεν προέβη σε κανένα σχόλιο.

4.2 Βάσει των αρχών της χρηστής διοίκησης απαιτείται από τα κοινοτικά θεσμικά όργανα και τους λοιπούς οργανισμούς να απαντούν στις επιστολές των πολιτών(1). Στη συγκεκριμένη περίπτωση το CEDEFOP δεν απήντησε στην επιστολή της καταγγέλλουσας με ημερομηνία 10 Μαΐου 2000. Τούτο αποτελεί περίπτωση κακοδιοίκησης και ο Διαμεσολαβητής διατυπώνει σχετικές επικρίσεις κατωτέρω.

5 Η λανθασμένη ημερομηνία στην κοινοποίηση των αποτελεσμάτων του διαγωνισμού

5.1 Η καταγγέλλουσα ισχυρίζεται ότι η κοινοποίηση των αποτελεσμάτων του διαγωνισμού έφερε ως ημερομηνία 14 Μαρτίου 2000, ήτοι 13 ημέρες πριν από την διοργάνωση των εξετάσεων. Το CEDEFOP εκφράζει τη λύπη του για αυτό το λάθος που οφείλεται σε πρόβλημα του Η/Υ και αντίστοιχων προτύπων εγγράφων κενών περιεχομένου. Η καταγγέλλουσα παρατηρεί ότι ένα κοινοτικό όργανο της εμβέλειας του CEDEFOP δεν θα έπρεπε να διαπράττει παρόμοια λάθη.

5.2 Ο Διαμεσολαβητής επισημαίνει ότι το CEDEFOP εξέφρασε τη λύπη του για αυτό το λάθος και κατά συνέπεια δεν φαίνεται να απαιτούνται περαιτέρω έρευνες για αυτήν την πτυχή της υπόθεσης.

6 Συμπέρασμα

Με βάση τις έρευνες του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή στα σημεία 1 και 4 της παρούσας καταγγελίας, προκύπτει η ανάγκη να διατυπωθούν οι κάτωθι επικρίσεις:

Το άρθρο 27 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως προβλέπει ότι οι μόνιμοι υπάλληλοι επιλέγονται αδιακρίτως φυλής, θρησκείας ή φύλου. Κατά συνέπεια, οι ανακοινώσεις των διαδικασιών πρόσληψης που διοργανώνουν τα κοινοτικά θεσμικά όργανα και οι λοιποί κοινοτικοί οργανισμοί δεν πρέπει να περιλαμβάνουν αναφορά στο φύλο.

Στην παρούσα περίπτωση, στην ανακοίνωση της θέσης γίνεται αναφορά σε �female switchboard operator� (τηλεφωνήτρια) και σε �female candidates� (υποψήφιες). Φαίνεται λοιπόν ότι το CEDEFOP παραβίασε την αρχή της μη διάκρισης. Ακόμη και αν στη γνώμη του εκφράζει τη λύπη του για αυτό το λάθος, φαίνεται ότι το CEDEFOP δεν διόρθωσε το λάθος δημοσιεύοντας νέα αγγελία. Παρά το γεγονός ότι αυτός που τελικώς προσελήφθη είναι άνδρας, η προκήρυξη της θέσης άφηνε να εννοηθεί ότι μόνον γυναίκες νομιμοποιούνταν να υποβάλουν αίτηση για αυτή τη θέση. Τούτο αποτελεί περίπτωση κακοδιοίκησης.

Βάσει των αρχών της χρηστής διοίκησης απαιτείται από τα κοινοτικά θεσμικά όργανα και τους λοιπούς οργανισμούς να απαντούν στις επιστολές των πολιτών. Στη συγκεκριμένη περίπτωση το CEDEFOP δεν απήντησε στην επιστολή της καταγγέλλουσας με ημερομηνία 10 Μαΐου 2000. Τούτο αποτελεί περίπτωση κακοδιοίκησης.

Λαμβανομένου υπόψη ότι οι εν λόγω πτυχές της υπόθεσης αφορούν διαδικασίες για συγκεκριμένα γεγονότα στο παρελθόν, δεν θεωρείται σκόπιμο να επιδιωχθεί φιλικός διακανονισμός της υπόθεσης. Κατά συνέπεια, ο Διαμεσολαβητής θεωρεί την υπόθεση λήξασα.

Ο Διευθυντής του CEDEFOP θα ενημερωθεί επίσης για την παρούσα απόφαση.

Με εκτίμηση

 

Jacob SOEDERMAN


(1) Βλ. άρθρο 13 του Κώδικα Ορθής Διοικητικής Συμπεριφοράς του CEDEFOP της 15ης Δεκεμβρίου 1999.